2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου-
"αλλοδαπός ασφαλιστής" σημαίνει αδειούχον ασφαλιστικήν εταιρείαν, ης η έδρα κείται εκτός της Δημοκρατίας, περιλαμβάνει δε αδειούχον ασφαλιστικήν εταιρείαν ήτις, καίτοι κέκτηται την έδραν αυτής εν τη Δημοκρατία, συνέστη εκτός της Δημοκρατίας
"αναλογιστής", πλην της εν τω άρθρω 37 διαλαμβανομένης περιπτώσεως, σημαίνει αναλογιστήν κατέχοντα τα καθωρισμένα προσόντα
"αντιπρόσωπος ασφαλειών" σημαίνει παν πρόσωπον, όπερ διά λογαριασμόν ασφαλιστικής τίνος εταιρείας άρχεται ασφαλιστικήν επιχείρησιν ή μετέρχεται οιανδήποτε πράξιν αφορώσαν εις την αποδοχήν προτάσεων προς συνομολόγησιν ασφαλειών, την έκδοσιν ασφαλιστηρίων, την είσπραξιν ασφαλίστρων ή την διευθέτησιν των εξ ασφαλιστικών εργασιών απορρεουσών απαιτήσεων
"αντιπρόσωπος μεσιτών" σημαίνει πρόσωπον, όπερ ήθελεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος μεσιτών εξουσιοδοτημένων υπό ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) όπως διεξάγωσιν ασφαλιστικάς εργασίας μετά μελών της ενώσεως
"ανώτερος λειτουργός" σημαίνει τον διοριζόμενον δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 30 λειτουργόν ·
"ασφάλειαι βιομηχανικού κλάδου ζωής" σημαίνει τον κλάδον συνομολογήσεως ασφαλίσεων επί ανθρωπίνης ζωής, εφ' όσον τα ασφάλιστρα εν εκάστη περιπτώσει καθίστανται πληρωτέα ανά διαστήματα μη υπερβαίνοντα τους δύο μήνας, καταβάλλονται δε εις εισπράκτορας επί τούτω αποστελλομένους υπό του ασφαλιστού εις έκαστον κάτοχον ασφαλιστηρίου, εις τον τόπον της διαμονής ή εργασίας αυτού
"ασφάλειαι κλάδου αποσβέσεως αποθέματος" σημαίνει τον κλάδον συνομολογήσεως ασφαλιστικών συμβάσεων δυνάμει των οποίων ο εις των συμβαλλομένων αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως άμα τη παρόδω ωρισμένης χρονικής περιόδου ή διαρκούσης καθωρισμένης τινός χρονικής περιόδου, καταβάλη ωρισμένον χρηματικόν ποσόν ή ποσά εις ωρισμένον τι πρόσωπον, έναντι της από καιρού εις καιρόν καταβολής, ή υποσχέσεως καταβολής, ωρισμένου ποσού παρά του ετέρου των συμβαλλομένων
"ασφάλειαι κλάδου ατυχημάτων" σημαίνει την έκδοσιν ασφαλιστηρίων ή την δυνάμει τοιούτων ασφαλιστηρίων ανάληψιν ευθύνης επί τω συμβεβηκότι προσωπικών ατυχημάτων θανατηφόρων ή μη, παθήσεως ή νόσου, ή οιασδήποτε μορφής προσωπικού ατυχήματος, παθήσεως ή νόσου
"ασφάλειαι κλάδου εργατικών αποζημιώσεων" σημαίνει την έκδοσιν ασφαλιστηρίων ή την δυνάμει τοιούτων ασφαλιστηρίων ανάληψιν ευθύνης προς ασφαλιστικήν κάλυψιν εργοδοτών, εις ην περίπτωσιν ούτοι ήθελον υπέχει ευθύνην προς καταβολήν αποζημιώσεως εις εργάτας τελούντος εν τη υπηρεσία αυτών ο όρος ουδόλως περιλαμβάνει οιονδήποτε κλάδον ασφαλειών, όστις ασκείται δευτερευόντως και εν συναφεία προς τους ασφαλιστικούς κλάδους θαλάσσης, αέρος και μεταφορών
"ασφάλειαι κλάδου ζωής" σημαίνει την έκδοσιν ασφαλιστηρίων επί ανθρωπίνης ζωής ή την δυνάμει τοιούτων ασφαλιστηρίων ανάληψιν ευθύνης, ή την παραχώρησιν ετησίων προσόδων (annuities) επί ανθρωπίνης ζωής ο όρος ούτος δεν περιλαμβάνει τας ασφαλείας βιομηχανικού κλάδου ζωής
"ασφάλειαι κλάδου θαλάσσης, αέρος, και μεταφορών" σημαίνει την συνομολόγησιν και εκτέλεσιν ασφαλιστικών συμβάσεων, άλλως ή δευτερευόντως και εν συναφεία προς έτερον τινα ασφαλιστικόν κλάδον-
(α) επί πλοίων ή αεροσκαφών, ή επί μηχανημάτων, συσκευών επίπλων ή εφοπλισμού πλοίων ή αεροσκαφών ή
(β) επί εμπορευμάτων ή παντός είδους περιουσιακών στοιχείων επί πλοίων ή αεροσκαφών ή
(γ) επί του ναύλου πλοίων ή αεροσκαφών ή επί παντός συμφέροντος σχετιζομένου ή αφορώντος εις πλοία ή αεροσκάφη ή
(δ) κατά ζημιών αίτινες ήθελον προκύψει εκ της χρήσεως ή συναφώς προς
την χρήσιν πλοίων ή αεροσκαφών, περιλαμβανομένων και των υπέρ τρίτων κινδύνων · ή
(ε) κατά κινδύνων συναφών προς την κατασκευήν, επισκευήν ή δεξαμενισμόν πλοίων, περιλαμβανομένων των υπέρ τρίτων κινδύνων ή
(στ) κατά κινδύνων μεταφορών (διενεργουμένων διά θαλάσσης, εσωτερικών υδατίνων οδών, διά ξηράς ή αέρος, ή μερικώς κατά τινα τρόπον και μερικώς κατά τινα έτερον τρόπον) περιλαμβανομένων ωσαύτως κινδύνων συναφών προς την ησφαλισμένην μεταφοράν, από της ενάρξεως αυτής μέχρι του τελικού προορισμού του καλυπτομένου υπό της ασφαλείας εν τω άνω όρω δεν περιλαμβάνονται κίνδυνοι, ων η ασφάλισις ανάγεται εις τον κλάδον ασφαλείας μηχανοκινήτων οχημάτων ή
(ζ) καθ' οιωνδήποτε ετέρων κινδύνων, ων η ασφάλισις συνήθως διενεργείται από κοινού ή συναφώς προς οιανδήποτε εργασίαν εκ των αναφερομένων εις τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος ορισμού
"ασφάλειαι κλάδου μηχανοκινήτων οχημάτων" σημαίνει την επιχείρησιν συνομολογήσεως ασφαλιστικών συμβάσεων κατά ζημιών επαγομένων εις μηχανοκίνητα οχήματα, ή κατά ζημιών, αίτινες ήθελον προκύψει ως εκ της χρήσεως ή εν σχέσει προς την χρήσιν μηχανοκινήτων οχημάτων, περιλαμβανομένων και υπέρ τρίτων κινδύνων
"ασφάλειαι κλάδου πυρός" τηρουμένων των εν εδαφίω (4) διαλαμβανομένων διατάξεων, σημαίνει την έκδοσιν ασφαλιστηρίων, ή την δυνάμει τοιούτων ασφαλιστηρίων ανάληψιν ευθύνης δι' απώλειας ή ζημίας προκαλουμένας υπό του πυρός ή συναφείς τοιαύτας ·
"ασφαλιστήριον" ο όρος ουτός-
(α) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας κλάδου ζωής ή βιομηχανικού κλάδου ζωής, περιλαμβάνει έγγραφον αποδεικνύον την συνομολόγησιν συμβάσεως προς πληρωμήν ετησίας προσόδου (annuity) επί ανθρωπίνης τινός ζωής
(β) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας των κλάδων ατυχημάτων, μηχανοκινήτων οχημάτων, θαλάσσης, αέρος και μεταφορών ή ασφαλείας κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, περιλαμβάνει οιονδήποτε ασφαλιστήριον δυνάμει ούτινος ανέκυψεν ήδη, ή δυνατόν να ανακύψη οιαδήποτε ευθύνη
(γ) καθ' όσον αφορά εις τας ασφαλείας κλάδου επενδύσεως ομολόγων, περιλαμβάνει οιονδήποτε ομόλογον, πιστοποιητικόν, απόδειξιν ή έτερον έγγραφον, όπερ ήθελεν αποδεικνύει την μετά της εταιρείας σύμβασιν
"ασφαλιστήριον ζωής" σημαίνει παν έγγραφον δι' ούτινος ασφαλίζεται η πληρωμή χρηματικού τίνος ποσού επί τω θανάτω (ουχί όμως επί θανάτω επισυμβαίνοντι εξ ατυχήματος μόνον) ή επί τινι ενδεχομένω αφορώντι εις ανθρωπίνην ζωήν, ή οιονδήποτε έγγραφον αποδεικνύον την σύναψιν συμβάσεως, ης η ισχύς ήρτηται εκ της καταβολής ασφαλίστρων κατά τον λόγον διαρκείας ανθρωπίνης τινός ζωής
"ασφαλιστής" (underwriter) περιλαμβάνει πάντα όστις ήθελε κατονομάζεται εν τω ασφαλιστηρίω ή ετέρα ασφαλιστική συμβάσει ως το πρόσωπον, όπερ υπέχει υποχρέωσιν όπως καταβάλη ή συνεισφέρη εις την πληρωμήν του ασφαλιζομένου υπό του ασφαλιστηρίου ή της συμβάσεως χρηματικού ποσού
"ασφαλιστική εταιρεία" σημαίνει εταιρείαν ασκούσαν ασφαλιστικήν επιχείρησιν απάντων ή τίνων των εν εδαφίω (1) του άρθρου 3 καθοριζομένων κλάδων
"αφερέγγυος", καθ' όσον αφορά εις ασφαλιστικήν τινα εταιρείαν κατά τινα σχετικήν ημερομηνίαν, σημαίνει ότι εφ' όσον ήθελον ληφθή δικαστικά μέτρα διά την διάλυσιν της εταιρείας, το δικαστήριον θα ηδύνατο συμφώνως ταις διατάξεσι των άρθρων 211 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου να αποφασίση, ή απεφάσισεν ήδη επί τούτου, ότι η εταιρεία ήτο ανίκανος κατά την εν λόγω ημερομηνίαν να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής
"Γενικός κλάδος" σημαίνει ασφαλιστικήν επιχείρησιν οιουδήποτε των εν άρθρω 3 καθοριζομένων κλάδων εξαιρουμένων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων μακροπροθέσμων κλάδων
"Δημοκρατία" σημαίνει την Κυπριακήν Δημοκρατίαν ·
"Διευθυντής" κέκτηται οίαν έννοιαν απέδωσεν αυτώ το άρθρον 9 του παρόντος Νόμου
"Δικαστήριον" σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 209 του περί Εταιρειών Νόμου αρμόδιον προς διάλυσιν εταιρείας δικαστήριον
"εγχώριον ασφαλιστήριον" σημαίνει ασφαλιστήριον εκδοθέν εντός ή εκτός της Δημοκρατίας κατόπιν αιτήσεως γενομένης εις αντιπρόσωπον μεσιτών ή αντιπρόσωπον ασφαλειών εις οιονδήποτε μέρος εν τη Δημοκρατία, περιλαμβάνει δε ωσαύτως παν ασφαλιστήριον ζωής εκδοθέν εκτός της Δημοκρατίας όπερ τη αιτήσει του κατόχου καθίσταται πληρωτέον εν τη Δημοκρατία, εφ' όσον ο κάτοχος ήθελεν εγγράφως συμφωνήσει όπως δι' άπαντας τους σκοπούς του παρόντος Νόμου το εν λόγω ασφαλιστήριον θεωρείται ως εγχώριον τοιούτον ο όρος όμως ούτος δεν περιλαμβάνει ασφαλιστήριον ζωής πληρωτέον εκτός της Δημοκρατίας τη αιτήσει του κατόχου, εφ' όσον ο κάτοχος ήθελεν εγγράφως συμφωνήσει όπως τούτο μη θεωρείται εγχώριον διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ·
"εκτελεστικός διευθυντής" κέκτηται οίαν έννοιαν απέδωσεν αυτώ το άρθρο 9 του παρόντος Νόμου ·
"επίσημος εφημερίς" σημαίνει την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας·
"εταιρεία" σημαίνει εταιρείαν, ήτις ήθελε συσταθή και εγγραφή δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, εταιρείαν ή νομικόν πρόσωπον εκτός της Δημοκρατίας συσταθέν, ως και πάντα έτερον δυνάμει νόμου συσταθέντα οργανισμόν·
"ετήσιαι πρόσοδοι επί ανθρωπίνης ζωής" (annuities on human life) ο όρος ούτος ουδόλως περιλαμβάνει επιδόματα λόγω ορίου ηλικίας και ετησίας προσόδους (annuities) πληρωτέας εξ οιουδήποτε ταμείου συσταθέντος αποκλειστικώς επί τω τέλει ανακουφίσεως και συντηρήσεως προσώπων νυν απασχολουμένων ή ποτέ απασχοληθέντων εις συγκεκριμένον τι επάγγελμα, επιτήδευμα ή εργασίαν, ή την ανακούφισιν ή συντήρησιν των εκ των ως άνω προσώπων εξαρτωμένων
"Έφορος" σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 4 διοριζόμενον Έφορον Ασφαλειών, περιλαμβάνει δε τον Βοηθόν Έφορον ή οιονδήποτε έτερον υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διοριζόμενον δημόσιον υπάλληλον
'Έφορος Εταιρειών" σημαίνει τον Έφορον ως ούτος καθορίζεται εν άρθρω 2 του περί Εταιρειών Νόμου·
"κάτοχος ασφαλιστηρίου" σημαίνει πάντα όστις εκάστοτε νομίμως κατέχει το ασφαλιστήριον προς εξασφάλισιν της μετά της εταιρείας συνομολογηθείσης συμβάσεως ή, καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας επενδύσεως ομολόγων, τον εκάστοτε νόμιμον κάτοχον του ομολόγου, πιστοποιητικού, αποδείξεως, ή ετέρου εγγράφου δι' ου αποδεικνύεται η μετά της εταιρείας σύμβασις, και-
(α) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας κλάδου ζωής ή βιομηχανικού κλάδου ζωής, περιλαμβάνει το εις ετησίαν πρόσοδον (Annuity) δικαιούμενον πρόσωπον
(β) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας των κλάδων ατυχημάτων, μηχανοκινήτων οχημάτων, θαλάσσης, αέρος και μεταφορών, περιλαμβάνει το πρόσωπον εις ο οφείλεται οιονδήποτε χρηματικόν ποσόν δυνάμει του ασφαλιστηρίου, ή εις ο δυνάμει του ασφαλιστηρίου είναι πληρωτέον, καθ' εβδομάδα ή άλλως πως περιοδικώς, οιονδήποτε ποσόν
(γ) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, περιλαμβάνει το πρόσωπον εις ο οφείλεται οιονδήποτε χρηματικόν ποσόν δυνάμει του ασφαλιστηρίου, ή εις ο δυνάμει του ασφαλιστηρίου είναι πληρωτέον χρηματικόν τι ποσόν καθ' εβδομάδα
"Κεντρική Τράπεζα" σημαίνει την Κεντρικήν Τράπεζαν της Κύπρου την ιδρυθείσαν δυνάμει του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου
"κλάδος ασφαλιστικών εργασιών ποικίλης φύσεως" σημαίνει την επιχείρησιν συνομολογήσεως ασφαλιστικών συμβάσεων, ήτις δεν σχετίζεται κατά κύριον λόγον ή εξ ολοκλήρου προς οιονδήποτε έτερον ασφαλιστικόν κλάδον εκ των καθοριζομένων εν εδαφίω (1) του άρθρου 3
"κλάδος επενδύσεως ομολόγων", επιφυλαττομένων των εν εδαφίω (3) διαλαμβανομένων διατάξεων, σημαίνει την επιχείρησιν εκδόσεως πιστοποιητικών ομολόγων δυνάμει των οποίων η εταιρεία αναλαμβάνει την συμβατικήν ευθύνην όπως έναντι εισφορών πληρωτέων περιοδικώς ανά διαστήματα ουχί πέραν των εξ μηνών, καταβάλη χρηματικόν τι ποσόν εις τον κάτοχον των ομολόγων κατά τινα μελλοντικήν ημερομηνίαν ο όρος ούτος δεν διαλαμβάνει ασφαλείας κλάδους ζωής, βιομηχανικού κλάδου ζωής ή κλάδου αποσβέσεως αποθέματος
"μακροπρόθεσμοι κλάδοι" σημαίνει ασφαλιστικήν επιχείρησιν απάντων ή τίνων των ακολούθων κλάδων, ήτοι ασφαλείας κλάδου ζωής, βιομηχανικού κλάδου ζωής, κλάδου επενδύσεως ομολόγων και κλάδου αποσβέσεως αποθέματος, περιλαμβάνει δε, αναφορικώς προς οιανδήποτε ασφαλιστικήν εταιρείαν, ασφαλιστικάς εργασίας δευτερευόντως ασκουμένας εν συναφεία προς οιονδήποτε τοιούτον κλάδον ασφαλειών
"μεσίτης" (broker) σημαίνει πρόσωπον ή οργανισμόν προσώπων μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος εξουσιοδοτημένων υπό ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) όπως διεξάγη ασφαλιστικάς εργασίας μετά μελών της ενώσεως
"οικονομικόν έτος", καθ' όσον αφορά εις ασφαλιστικάς Εταιρείας, σημαίνει περίοδον δώδεκα μηνών εν τω τέλει της οποίας ισολογίζονται οι λογαριασμοί της εταιρείας ή, εφ' όσον δεν ήθελε χωρίσει τοιούτος ισολογισμός, σημαίνει το ημερολογιακόν έτος
"ρυθμιστής" (controller) κέκτηται οίαν έννοιαν απέδωσεν αυτώ το άρθρον 9 του παρόντος Νόμου
"τόκος" ο όρος ούτος περιλαμβάνει ωσαύτως και μερίσματα
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργόν Οικονομικών της Δημοκρατίας.
(2) Εν πάση περιπτώσει καθ' ην η λέξις "ζημία" αναφέρεται εν εδαφίω (1) δέον όπως ερμηνεύηται ως υπονοούσα ωσαύτως και απώλειαν ζωής ως και προσωπικήν βλάβην.
(3) Οσάκις έναντι εισφορών πληρωτέων περιοδικώς ανά διαστήματα μικρότερα των εξ μηνών, φυσικόν τι πρόσωπον ή οργανισμός μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος (εξαιρουμένου παντός οργανισμού όστις ήθελεν είναι ή λογίζεται εγγεγραμμένος δυνάμει του περί Συντεχνιών Νόμου) αναλαμβάνει διά του ιδρυτικού αυτού εγγράφου ή άλλως πως όπως εις μελλοντικήν τινα ημερομηνίαν καταβάλη εις τον εισφορέα το ποσόν των γενομένων εισφορών πλέον δε τόκους επί του ως είρηται ποσού (ανεξαρτήτως του εάν ο εισφορεύς κέκτηται το δικαίωμα όπως εν τω μεταξύ απαιτήση επιστροφήν των γενομένων εισφορών), η επιχείρησις αύτη θα λογίζηται δι' άπαντας τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως ασφάλεια κλάδου επενδύσεως ομολόγων, το δελτίον, βιβλίον ή έτερον έγγραφον εις ο τυγχάνουσι καταχωρήσεως αι γενόμενοι εισπράξεις εισφορών ως το αποδεικνύον την σύμβασιν έγγραφον, ο δε εισφορεύς ως κάτοχος ασφαλιστηρίου εν πάση τοιαύτη περιπτώσει αι διατάξεις του Τρίτου Πίνακος υπόκεινται εις τοιαύτας τροποποιήσεις ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή επί τω τέλει όπως αι αφορώσαι εις τον κλάδον επενδύσεως ομολόγων διατάξεις του εν λόγω Πίνακος εφαρμοσθώσιν εις την φύσιν της ως είρηται επιχειρήσεως.
(4) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ασφαλιστήριον τι δεν λογίζεται ως ασφαλιστήριον κλάδου πυρός εκ μόνου του λόγου ότι μεταξύ των πλειόνων κινδύνων, οίτινες καλύπτονται υπό του ασφαλιστηρίου καταλέγεται και ζημία εκ του πυρός.
(5) Εις περίπτωσιν καθ' ην πρόσωπον τι ασκούν ασφαλιστικήν επιχείρησιν ήθελε παύσει προ της 17ης Φεβρουαρίου 1969 την εν τη Δημοκρατία έκδοσιν νέων ασφαλιστηρίων, η είσπραξις ασφαλίστρων ή η διενέργεια πληρωμών δυνάμει ασφαλιστηρίων εκδοθέντων προ της ως είρηται ημερομηνίας δεν θεωρείται άσκησις ασφαλιστικής επιχειρήσεως εν τη εννοία του παρόντος Νόμου.