69. Πας όστις δι' οιασδήποτε δηλώσεως, υποσχέσεως ή προβλέψεως εν γνώσει ότι αύτη είναι παραπλανητική, ψευδής ή απατηλή, ή δι' οιασδήποτε ανέντιμου αποκρύψεως ουσιωδών γεγονότων, ή διά της απερισκέπτου (ανεντίμως ή άλλως πως) δηλώσεως, υποσχέσεως ή προβλέψεως ήτις είναι παραπλανητική, ψευδής ή απατηλή, παρασύρει ή αποπειράται να παρασύρη έτερον όπως συνάψη ή προσφερθή να συνάψη οιανδήποτε ασφαλιστικήν σύμβασιν μετ' ασφαλιστικής τίνος εταιρείας είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και ο αχθείς εις σύναψιν ασφαλιστικού συμβολαίου μετά της τοιαύτης ασφαλιστικής εταιρείας δύναται κατ' εκλογήν αυτού είτε να ζητήση την ακύρωσιν της συμβάσεως και την ανόρθωσιν πάσης ζημίας κατά τας διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου είτε να εμμείνη εις την εκπλήρωσιν της συμβάσεως και απαιτήση όπως αποκατασταθή εις ην θέσιν θα ευρίσκετο εάν αι ανωτέρω γενόμενοι δηλώσεις , υποσχέσεις ή προβλέψεις ήσαν αληθείς:
Νοείται ότι ο ισχυρισμός οιουδήποτε προσώπου αχθέντος εις σύναψιν ασφαλιστικής συμβάσεως ότι παρεπλανήθη ή εξηπατήθη ένεκα παραπλανητικής, ψευδούς ή απατηλής δηλώσεως ή ένεκα ανέντιμου αποκρύψεως ουσιωδών γεγονότων ή ένεκα απερισκέπτου (ανεντίμως ή άλλως πως) δηλώσεως, υποσχέσεως ή προβλέψεως δεν γίνεται αποδεκτός, εάν το εν λόγω πρόσωπον είχε δηλώσει εγγράφως, προ της συνάψεως της συμβάσεως, ότι ανέγνωσε και κατενόησε πλήρως πάσας τας πληροφορίας αναφορικώς προς το περιεχόμενον της τας καθοριζομένας διά κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του άρθρου 78.