28.-(1) Σε καταγγελία παραβάσεων των διατάξεων του άρθρου 4 ή του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου δικαιούται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
(2) Έννομο συμφέρον έχει αυτός που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή ότι υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, σαν άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης.
(3) Η καταγγελία υποβάλλεται γραπτώς προς την Επιτροπή, υπογράφεται από τον καταγγέλλοντα, καθορίζει τη φύση του έννομου συμφέροντος για την καταγγελία, παραθέτει τα πραγματικά περιστατικά που κατ’ ισχυρισμό στοιχειοθετούν την παράβαση και τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζει τον ισχυρισμό( με την καταγγελία καλείται η Επιτροπή να διερευνήσει την παράβαση, να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 και να ασκήσει τις κατά τον παρόντα Νόμο εξουσίες αυτής. Η καταγγελία δύναται να υποβληθεί κατά τον καθορισμένο τύπο ή να είναι άτυπη.
(4) Η Επιτροπή έχει καθήκον να εξετάζει κάθε καταγγελία που της υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, εφόσο ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, διαπιστώσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία.