37.—(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο—
(α) Είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή, χωρίς να είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, είναι πρόσωπο που πραγματοποιεί φορολογητέες συναλλαγές ή που αποκτά αγαθά στο εσωτερικό της Δημοκρατίας από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη˙
(β) δεν έχει οποιαδήποτε επιχειρηματική εγκατάσταση ή άλλη μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία˙
(βα) είναι εγκατεστημένο σε χώρα ή έδαφος σε σχέση με το οποίο ο Έφορος κρίνει ότι οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1Α) ικανοποιούνται∙ και
(γ) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, δεν έχει το συνηθισμένο τόπο διαμονής του στη Δημοκρατία,
τότε ο Έφορος μπορεί να δώσει εντολή σε εκείνο το πρόσωπο να διορίσει άλλο πρόσωπο (που στον παρόντα Νόμο αναφέρεται ως "αντιπρόσωπος Φ.Π.Α.") να ενεργεί εκ μέρους του σε σχέση με το Φ.Π.Α.
(1Α) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1)(βα) είναι -
(α) η χώρα ή το έδαφος δεν είναι κράτος μέλος ούτε μέρος κράτους μέλους∙ και
(β) δεν υπάρχει διάταξη για αμοιβαία συνδρομή μεταξύ της Δημοκρατίας και της χώρας ή του εδάφους παρόμοια σε αντικείμενο στην βοήθεια που προνοείται μεταξύ της Δημοκρατίας και κάθε ενός κράτους μέλους από τις διατάξεις αμοιβαίας συνδρομής.
(1Β) Στο εδάφιο (1Α) «διατάξεις αμοιβαίας συνδρομής» σημαίνει -
(α) τις σχετικές διατάξεις του περί Αμοιβαίας Συνδρομής για Είσπραξη Απαιτήσεων σχετικών με Δασμούς και Φόρους Νόμου του 2004, και
(β) οι σχετικές διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2003 για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 218/92.
(2) Με τη συμφωνία του Εφόρου, οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο δεν έχει απαιτηθεί να διορίσει αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. δυνάμει του εδαφίου (1) πιο πάνω μπορεί να διορίσει τέτοιο αντιπρόσωπο αν είναι πρόσωπο σε σχέση με το οποίο οι όροι που καθορίζονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) εκείνου του εδαφίου ικανοποιούνται.
(2Α) Στον παρόντα Νόμο «αντιπρόσωπος Φ.Π.Α.» σημαίνει πρόσωπο που διορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή (2).
(3) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο διορίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου αντιπρόσωπος Φ.Π.Α. άλλου ("του αντιπροσωπευομένου"), τότε, τηρουμένων των εδαφίων (4) μέχρι (6) πιο κάτω, ο αντιπρόσωπος Φ.Π.Α.—
(α) Δικαιούται να ενεργεί εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οποιουδήποτε άλλου νόμου μεταγενέστερου που σχετίζεται με το Φ.Π.Α. ή οποιασδήποτε δευτερογενούς νομοθεσίας θεσπίζεται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου˙
(β) τηρουμένων τέτοιων Κανονισμών που το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει, διασφαλίζει (ενεργώντας εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου όταν πρέπει) τη συμμόρφωση του αντιπροσωπευομένου και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και ευθυνών που έχει ο αντιπροσωπευόμενος δυνάμει του παρόντος Νόμου, οποιουδήποτε άλλου τέτοιου νόμου και οποιασδήποτε δευτερογενούς νομοθεσίας˙ και
(γ) είναι προσωπικά υπεύθυνος σε σχέση με—
(i) οποιαδήποτε παράλειψη να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση ή εκπλήρωση τέτοιων υποχρεώσεων ή ευθυνών από τον αντιπροσωπευόμενο˙ και
(ii) οτιδήποτε που πραγματοποιείται για σκοπούς που συνδέονται με ενέργειες εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου, ωσάν οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες που επιβάλλονται στον αντιπροσωπευόμενο να επιβάλλονταν από κοινού και κεχωρισμένως στον αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. και στον αντιπροσωπευόμενο.
(4) Αντιπρόσωπος Φ.Π.Α. δεν έχει ευθύνη δυνάμει του εδαφίου (3) πιο πάνω να εγγραφεί ο ίδιος δυνάμει του παρόντος Νόμου, αλλά Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται—
(α) Να απαιτούν την εγγραφή των ονομάτων των αντιπροσώπων Φ.Π.Α. έναντι των ονομάτων των αντιπροσωπευομένων σε οποιοδήποτε μητρώο που τηρείται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου˙ και
(β) να καθιστούν καθήκον του αντιπροσώπου Φ.Π.Α., για τους σκοπούς εγγραφής, να ειδοποιεί τον Έφορο, μέσα σε τέτοια περίοδο που μπορεί να καθορίζεται, ότι ο διορισμός του άρχισε να ισχύει ή έπαυσε να ισχύει.
(5) Αντιπρόσωπος Φ.Π.Α. δεν είναι ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (3) πιο πάνω εκτός εάν και στην έκταση στην οποία—
(α) Έχει συναινέσει ή συγκατανεύσει στη διάπραξη του αδικήματος από τον αντιπροσωπευόμενο˙
(β) η διάπραξη του αδικήματος από τον αντιπροσωπευόμενο αποδίδεται σε οποιαδήποτε αμέλεια του αντιπροσώπου Φ.Π.Α.˙ ή
(γ) το αδίκημα συνίσταται σε παράβαση από τον αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. υποχρέωσης η οποία, δυνάμει του εδαφίου (3), επιβάλλεται τόσο στον αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. όσο και στον αντιπροσωπευόμενο.
(6) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν τον τρόπο και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες πρόσωπο διορίζεται, ή θεωρείται ότι έχει παύσει να είναι, αντιπρόσωπος Φ.Π.Α. άλλου προσώπου˙ και Κανονισμοί δυνάμει του παρόντος εδαφίου μπορούν να περιλαμβάνουν διατάξεις που το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει σκόπιμες για τους σκοπούς του εδαφίου (4) πιο πάνω σε σχέση με την καταχώρηση ή διαγραφή οποιωνδήποτε στοιχείων σε οποιοδήποτε μητρώο.
(7) Όταν πρόσωπο παραλείπει να διορίσει αντιπρόσωπο Φ.Π.Α. σύμφωνα με οποιαδήποτε εντολή δυνάμει του εδαφίου (1) πιο πάνω, ο Έφορος δύναται να απαιτήσει από αυτό να παράσχει εγγύηση, ή περαιτέρω εγγύηση, την οποία κρίνει κατάλληλη για την καταβολή οποιουδήποτε Φ.Π.Α. που είναι ή που μπορεί να καταστεί καταβλητέος από αυτό.
(8) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου πρόσωπο δε θεωρείται ότι έχει λάβει εντολή να διορίσει αντιπρόσωπο Φ.Π.Α., ή ότι έχει απαιτηθεί από αυτό να παράσχει εγγύηση, δυνάμει του εδαφίου (7) πιο πάνω, εκτός αν ο Έφορος-
(α) Έχει επιδώσει γνωστοποίηση της εντολής ή απαίτησης στο πρόσωπο αυτό˙ ή
(β) έχει λάβει όλα τα άλλα μέτρα που κρίνει εύλογα για να φέρει σε γνώση του την εντολή ή απαίτηση.