7.—(1) Τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 εχέγγυα αξιοπιστίας, δεν πληρούνται ή έπαψαν να πληρούνται, εφόσον το ή τα φυσικά πρόσωπα τα οποία θεωρείται ότι πρέπει να πληρούν την προϋπόθεση αυτή-
(α) Έχουν καταδικαστεί-
(i) Οποτεδήποτε, για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης κατά παράβαση του άρθρου 203 του Ποινικού Κώδικα ή για οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των άρθρων 144 μέχρι 177 του Ποινικού Κώδικα ή για το αδίκημα που προβλέπεται στον Κανονισμό 60 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, μέχρι (Αρ. 4) του 2001.
(ii) κατά τα τελευταία δέκα χρόνια για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αδικήματα:
— ληστεία κατά παράβαση των άρθρων 282 μέχρι 286 του Ποινικού Κώδικα·
— διάρρηξη κατά παράβαση των άρθρων 291 μέχρι 296 του Ποινικού Κώδικα·
— κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 255 μέχρι 272 του Ποινικού Κώδικα·
— πλαστογραφία κατά παράβαση του άρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα·
— κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα·
— εξασφάλιση αγαθών ή πιστώσεων, κατά παράβαση των άρθρων 298 και 301, αντίστοιχα, του Ποινικού Κώδικα·
— απάτη κατά παράβαση του άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα·
— — συνωμοσία προς καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα-
— — οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμων του 1977 μέχρι 2001.
(iii) κατά τα τελευταία πέντε χρόνια σε ποινή φυλάκισης πέραν των δώδεκα μηνών για οποιοδήποτε αδίκημα άλλο από αυτά που αναφέρονται στις πιο πάνω υποπαραγράφους (i) και (ii)·
(β) έχουν κηρυχθεί ακατάλληλα για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών
(γ) έχουν καταδικαστεί για σοβαρές παραβάσεις των ρυθμίσεων που αφορούν στις δραστηριότητες οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων ή, κατά περίπτωση, επιβατών στο χρόνο οδήγησης και ανάπαυσης των οδηγών, στα βάρη και στις διαστάσεις των οχημάτων με τα οποία ασκούν το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή επιβατών, στην οδική ασφάλεια και στην ασφάλεια των οχημάτων και στην προστασία του περιβάλλοντος καθώς και στην επαγγελματική δεοντολογία ή στην επαγγελματική ευθύνη, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας.
(2) Ως απόδειξη αξιοπιστίας θεωρείται το πιστοποιητικό αξιοπιστίας το οποίο εκδίδεται στο καθορισμένο έντυπο από τον Αρχηγό Αστυνομίας και βεβαιώνει ότι ο αιτητής δεν έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) αδικήματα.