8.—(1) Η Δημοκρατία καθορίζει τις σχέσεις συνεργασίας της με τους οργανισμούς, που ενεργούν εκ μέρους της, κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με τη συνομολόγηση γραπτής και χωρίς διακρίσεις συμφωνίας, στην οποία εκτίθενται τα συγκεκριμένα καθήκοντα και ο ρόλος των οργανισμών.
(2) Η συμφωνία αυτή υπογράφεται εκ μέρους της Δημοκρατίας από την Αρμόδια Αρχή και εκ μέρους του οργανισμού από τον Πρόεδρο του υπό εξουσιοδότηση οργανισμού ή τον εκπρόσωπο του.
(3) Η Αρμόδια Αρχή δημοσιεύει με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το πρότυπο της συμφωνίας αυτής.
(4) Συμφωνία δυνάμει του παρόντος άρθρου πρέπει να περιλαμβάνει-
(α) Τις διατάξεις, οι οποίες εκτίθενται στο Προσάρτημα 2 της Απόφασης Α 739 (18) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) της 4ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξουσιοδότηση Οργανισμών που ενεργούν εκ μέρους αρχών, του οποίου το κείμενο σε μετάφραση στην ελληνική παρατίθεται στο Δεύτερο Παράρτημα·
(β) τις διατάξεις για τη διενέργεια περιοδικού ελέγχου από την Αρμόδια Αρχή, σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων, τα οποία οι οργανισμοί αναλαμβάνουν εκ μέρους της Δημοκρατίας ή από αμερόληπτο ιδιωτικό φορέα που ορίζεται από την Αρμόδια Αρχή·
(γ) τη δυνατότητα έκτακτων και λεπτομερών επιθεωρήσεων των πλοίων και
(δ) τις διατάξεις για τη διαβίβαση βασικών πληροφοριών σχετικά με την κατάταξη των πλοίων στην κλάση τους, τις μεταβολές κλάσεως ή τη διαγραφή πλοίων από την κλάση τους.
(5) Η συμφωνία αυτή δύναται να περιλαμβάνει την υποχρέωση για τον αναγνωρισμένο οργανισμό να διατηρεί αντιπροσωπεία στη Δημοκρατία. Η απαίτηση αυτή δύναται να ικανοποιηθεί με μία αντιπροσωπεία, η οποία έχει νομική προσωπικότητα, κατά τους ισχύοντες στη Δημοκρατία νόμους και υπόκειται στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων.
(6) Η Αρμόδια Αρχή διαβιβάζει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντίγραφα των συμφωνιών που υπογράφονται με τους αναγνωρισμένους οργανισμούς.