1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Αναγνώριση και Εξουσιοδότηση Οργανισμών ) Νόμος του 2001.
2.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-
«αναγνωρισμένος οργανισμός» σημαίνει οργανισμό που αναγνωρίζεται κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 4(1), (2), (3) και (5) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ·
«γνωστοποίηση» σημαίνει γνωστοποίηση του Διευθυντή που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Διεθνείς Συμβάσεις» σημαίνει-
(α) Τη Διεθνή Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα 1974 (SOLAS), που κυρώθηκε με τους περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικούς) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμους του 1985 έως το 1997,
(β) τη Διεθνή Σύμβαση για τις Γραμμές Φορτώσεως των Πλοίων, 1966 (LL), που κυρώθηκε με τους περί της Διεθνούς Συμβάσεως επί των Γραμμών Φορτώσεως του 1966 (Κυρωτικούς) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμους του 1969 έως 1997,
(γ) τη Διεθνή Σύμβαση για την Αποφυγή της Ρύπανσης της Θάλασσας (MARPOL) 1973/1978, που κυρώθηκε με τους περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προλήψεως της Ρύπανσης της Θάλασσας από Πλοία του 1973, του Πρωτοκόλλου αυτής του 1978, των Αποφάσεων MEPC 14 (20) του 1984, MEPC 16/22 και MEPC 21 (22) του 1985 (Κυρωτικούς) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμους του 1989 έως 1995,
(δ) τη Διεθνή Σύμβαση για την Καταμέτρηση της Χωρητικότητας των Πλοίων 1969 (TONNAGE 69), που κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί της Καταμετρήσεως της Χωρητικότητας των Πλοίων του 1969 (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1986,
(ε) [Διαγράφηκε]·
(στ) τη Συμφωνία για τα Επιβατηγά Πλοία Ειδικών Μεταφορών 1971 (STP 71) και το Πρωτόκολλο για τις Απαιτήσεις για τους Χώρους Ενδιαίτησης των Επιβατηγών Πλοίων Ειδικών Μεταφορών 1973 (SPACE STP 73), που κυρώθηκε με τον περί της Συμφωνίας περί των Επιβατηγών Πλοίων Ειδικών Μεταφορών, 1971 και του Πρωτοκόλλου περί των Απαιτήσεων δια τους Χώρους Ενδιαιτήσεως των Επιβατηγών Πλοίων Ειδικών Μεταφορών, 1973 (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1989· και
(ζ) τα σχετικά με τις Διεθνείς αυτές συμβάσεις Πρωτόκολλα, τροποποιήσεις και συναφείς κώδικες ως έχουν στην ενημερωμένη έκδοσή τους·
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας·
«εντεταλμένος κοινοτικός λειτουργός» σημαίνει λειτουργό που είναι εντεταλμένος από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να ενεργεί αξιολόγηση αναγνωρισμένου οργανισμού κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 11(3) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ.
«εξουσιοδότηση» σημαίνει την πράξη, με την οποία η Δημοκρατία παρέχει ή εκχωρεί αρμοδιότητα σε αναγνωρισμένο οργανισμό·
«επιβατηγό πλοίο» σημαίνει κάθε πλοίο, που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει περισσότερους από δώδεκα επιβάτες·
«επιθεωρήσεις και έλεγχοι» σημαίνει εκείνες τις επιθεωρήσεις και τους ελέγχους που είναι υποχρεωτικοί για τα κυπριακά πλοία, δυνάμει των Διεθνών Συμβάσεων, των νόμων και κανονισμών που ισχύουν στη Δημοκρατία ή δεσμεύουν τη Δημοκρατία καθώς και άλλων Κωδίκων, Προτύπων, Αποφάσεων, Συστάσεων ή Οδηγιών του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και της Διεθνούς Οργάνωσης Τηλεπικοινωνιών, που το Υπουργικό Συμβούλιο έχει υιοθετήσει·
«Επιθεωρητής πλοίων» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ως Επιθεωρητής πλοίων δυνάμει του άρθρου 3 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων του 1963 έως 1996·
«επιτροπή COSS» σημαίνει την Επιτροπή Ασφάλειας στην Ναυτιλία και Πρόληψης της Ρύπανσης από Πλοία, η οποία συστήνεται δια του ΄Αρθρου 3 της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο ‘Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία’ (EE L 324 της 29.11.2002, σ. 1), όπως αυτή η πράξη εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και η οποία επιτροπή εμπλέκεται στα θέματα του παρόντος Νόμου δυνάμει του ΄Αρθρου 7 της Οδηγίας 94/57/ΕΚ·
«Κράτος Μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·
«κυπριακό πλοίο» σημαίνει πλοίο που είναι εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων και φέρει τη σημαία της Δημοκρατίας, δυνάμει των διατάξεων των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων του 1963 έως 1996·
«ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου» σημαίνει πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως το διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού σκάφους (bareboat charterer), ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας πλοίου από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος αναλαμβάνοντας τέτοια ευθύνη έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα παρεπόμενα καθήκοντα και υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο.
«Οδηγία 94/57/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Νοεμβρίου 1994 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών» (EE L 319 της 12.12.1994, σ. 20), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από το ΄Αρθρο 3 της Οδηγίας 2002/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5ης Νοεμβρίου 2002 για την τροποποίηση των οδηγιών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία (EE L 324 της 29.11.2002, σ. 53) και όπως εκάστοτε περαιτέρω τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«οργανισμός» σημαίνει νηογνώμονα ή άλλο ιδιωτικό φορέα που εκτελεί εργασίες αξιολογήσεως της ασφάλειας πλοίων εκ μέρους μιας Αρχής·
«πιστοποιητικό» σημαίνει πιστοποιητικό, που έχει εκδοθεί από τη Δημοκρατία ή εκ μέρους της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των Διεθνών Συμβάσεων ή της ισχύουσας στη Δημοκρατία νομοθεσίας·
«πιστοποιητικό ασφάλειας ραδιοεπικοινωνιών φορτηγού πλοίου» σημαίνει το πιστοποιητικό, το οποίο εισάγουν οι τροποποιημένοι κανόνες ραδιοεπικοινωνιών της Διεθνούς Συμβάσεως για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS 74/78), που υιοθετήθηκαν από το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ)·
«πιστοποιητικό κλάσεως» σημαίνει έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από νηογνώμονα και πιστοποιεί την κατασκευαστική και μηχανική καταλληλότητα πλοίου για συγκεκριμένη χρήση ή υπηρεσία, σύμφωνα με τους κανόνες και κανονισμούς που θεσπίζονται και δημοσιοποιούνται από το συγκεκριμένο νηογνώμονα·
«πλοίο» σημαίνει πλοίο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των Διεθνών Συμβάσεων·
«πλοίο που φέρει τη σημαία Κράτους Μέλους» σημαίνει κάθε πλοίο, που είναι νηολογημένο σε ένα Κράτος Μέλος και φέρει τη σημαία αυτού του Κράτους Μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του πλοίο που δεν ανταποκρίνεται στον παρόντα ορισμό θεωρείται πλοίο που φέρει τη σημαία τρίτης χώρας·
«πλοιοκτήτης» σημαίνει πρόσωπο που έχει την κυριότητα πλοίου·
«Συμβουλευτική Επιτροπή» σημαίνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 4 Συμβουλευτική Επιτροπή·
«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφτηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992, όπως εκάστοτε τροποποιείται·
«σύστημα πληροφοριών Sirenac» σημαίνει το κεντρικό σύστημα πληροφοριών για τα αρχεία που αφορούν τις επιθεωρήσεις πλοίων, οι οποίες διενεργούνται στα πλαίσια του ελέγχου του Κράτους του λιμένα, το οποίο σύστημα εδρεύει και λειτουργεί στο Saint Malo της Γαλλίας και συστάθηκε σύμφωνα με το σχετικό Μνημόνιο Συνεννόησης των Παρισιών του 1982 ως έχει κατά την ενημερωμένη έκδοσή του·
«τόπος εγκατάστασης» σημαίνει τον τόπο όπου ευρίσκεται η έδρα, η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση ενός οργανισμού·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·
«φορτηγό πλοίο» σημαίνει κάθε πλοίο, που δεν είναι επιβατηγό.
(2) Στις τροποποιήσεις των διεθνών νομοθετημάτων που αναφέρονται στον ορισμό του όρου ‘Διεθνείς Συμβάσεις’ δεν περιλαμβάνονται οι τροποποιήσεις που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 94/57/ΕΚ κατ’ εφαρμογή του ΄Αρθρου 5 της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο ‘Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία’ (EE L 324 της 29.11.2002, σ. 1), όπως αυτή η πράξη εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
3.—(1) Αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών είναι ο Υπουργός, ο οποίος ενεργεί μέσω, γενικά ή ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένων από τον ίδιο, δημόσιων λειτουργών.
(2) Ειδικότερα, η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να εκδίδει οδηγίες για τη λήψη των μέτρων εκείνων που πρέπει να ακολουθούνται από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς, τους οποίους έχει εξουσιοδοτήσει για να επιλαμβάνονται της επιθεώρησης, του ελέγχου και της πιστοποίησης των κυπριακών πλοίων, με στόχο τη συμμόρφωση προς τις Διεθνείς Συμβάσεις. Η Αρμόδια Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Παραρτήματος και του Προσαρτήματος της Απόφασης Α.847(20) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) σχετικά με τις Κατευθυντήριες Γραμμές που βοηθούν τα Κράτη σημαίας κατά την εφαρμογή των πράξεων του ΙΜΟ (Guidelines to assist flag States in the implementation of IMO Instruments).
(3) Η Αρμόδια Αρχή εποπτεύει, επιτηρεί και παρακολουθεί το έργο των αναγνωρισμένων και εξουσιοδοτημένων οργανισμών, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο.
4.—(1) Συνιστάται Επιτροπή, (καλουμένη «Συμβουλευτική Επιτροπή»), με σκοπό να συμβουλεύει την Αρμόδια Αρχή στην άσκηση των κατά τα άρθρα 5, 6, 9 και 10 αρμοδιοτήτων της.
(2) Η Συμβουλευτική Επιτροπή είναι πενταμελής και απαρτίζεται από το Διευθυντή και τέσσερις άλλους λειτουργούς του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, που κατά καιρούς ορίζει ο Διευθυντής. Της Συμβουλευτικής Επιτροπής προεδρεύει ο Διευθυντής.
(3) Η Συμβουλευτική Επιτροπή συγκαλείται από την Αρμόδια Αρχή τουλάχιστο μία φορά κατ' έτος, εκτάκτως δε, κατ' αίτηση του Διευθυντή, οποτεδήποτε παραστεί ανάγκη προς τούτο.
(4) Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέρχεται και λαμβάνει νομίμως αποφάσεις αν στη συνεδρία παρίστανται ο Πρόεδρος και δύο από τα μέλη της. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
5.—(1)(α) Η επιθεώρηση και ο έλεγχος κυπριακών πλοίων, η χάραξη γραμμών φόρτωσης, η καταμέτρηση της χωρητικότητας, η παρακολούθηση των εργασιών ναυπήγησης και επισκευής κυπριακών πλοίων, η έκδοση και ανανέωση των οικείων πιστοποιητικών, των πιστοποιητικών εξαίρεσης από τις διατάξεις των Διεθνών Συμβάσεων και των πιστοποιητικών που αφορούν την αξιολόγηση της τήρησης των διατάξεων του άρθρου 13 ενεργείται, εν όλω ή εν μέρει, από -
(i) Επιθεωρητές πλοίων.
(ii) αναγνωρισμένους οργανισμούς που εξουσιοδοτούνται σχετικά από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει της παραγράφου (β).
(β) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να εξουσιοδοτεί αναγνωρισμένο οργανισμό για την εκτέλεση οποιασδήποτε των ενεργειών, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο (α). Τέτοια εξουσιοδότηση χορηγείται, κατόπιν εισηγήσεως της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με συνομολόγηση συμφωνίας κατά τις διατάξεις του άρθρου 8.
(2) Η Αρμόδια Αρχή εγκρίνει όλες τις περιπτώσεις μόνιμης ή προσωρινής εξαίρεσης από τις διατάξεις των Διεθνών Συμβάσεων καθώς και την έκδοση και ανανέωση των σχετικών πιστοποιητικών.
(3) Όσον αφορά το πιστοποιητικό ασφαλείας ραδιοεπικοινωνιών φορτηγού πλοίου, τα σχετικά καθήκοντα είναι δυνατό να ανατίθενται και σε ιδιωτικούς φορείς αναγνωρισμένους από την Αρμόδια Αρχή, οι οποίοι θα έχουν επαρκή ικανότητα και ειδικευμένο προσωπικό για να διενεργούν για λογαριασμό της, συγκεκριμένη αξιολόγηση της ασφάλειας των ραδιοεπικοινωνιών.
(4) Για την αναγνώριση και ανάθεση των σχετικών καθηκόντων από την Αρμόδια Αρχή σύμφωνα με το εδάφιο (3), οι ιδιωτικοί φορείς πρέπει να ικανοποιούν τα κριτήρια που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η αναγνώριση και ανάθεση των καθηκόντων αυτών συντελείται με σχετική απόφαση της Αρμόδιας Αρχής προς τους ενδιαφερόμενους φορείς. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να ανακαλέσει την εξουσιοδότηση της προς συγκεκριμένο ιδιωτικό φορέα εφόσον διαπιστωθεί ότι ο φορέας αυτός έπαυσε να ικανοποιεί τα κριτήρια ή η απόδοσή του δεν κριθεί ικανοποιητική.
(5) Το παρόν άρθρο δεν αφορά την πιστοποίηση ναυτικού εξοπλισμού ειδικού χαρακτήρα.
6.-(1) Οποιοσδήποτε οργανισμός δικαιούται να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή αίτηση για αναγνώρισή του κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 4(1) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ. Κάθε προαναφερόμενη αίτηση περιέχει πλήρεις πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία που να ικανοποιούν την Αρμόδια Αρχή ότι ο αιτών οργανισμός πληροί τα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται στο Παράρτημα της Οδηγίας 94/57/ΕΚ, και ότι είναι ικανός και δεσμεύεται να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 14(2), (4) και (5).
(2) Η Αρμόδια Αρχή, σε εύλογο χρόνο, εξετάζει αίτηση που της υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), αποφασίζει επ’ αυτής και κοινοποιεί γραπτώς την απόφασή της στον αιτών οργανισμό.
(3) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να εγκρίνει αίτηση που της υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1) -
(α) Κατόπιν εισήγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. και
(β) υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση πληροί τις απαιτήσεις του εδαφίου (1).
(4) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή εγκρίνει την αίτηση που της υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1)-
(α) Λαμβάνει τα δέοντα μέτρα για υποβολή από τη Δημοκρατία στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αίτησης αναγνώρισης του αιτούντα οργανισμού δυνάμει του ΄Αρθρου 4(1) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ, η οποία αίτηση περιέχει τις πληροφορίες και στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (1). και
(β) προβαίνει σε αξιολόγηση του αιτούντα οργανισμού, από κοινού με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 4(1) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ.
(5) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να απορρίψει αίτηση που της υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1) για οποιοδήποτε λόγο, ο οποίος κατά την κρίση της καθιστά τέτοια άρνηση εύλογα αναγκαία, περιλαμβανομένου του λόγου της άρνησης ή παράλειψης του αιτούντα οργανισμού να περιλάβει στην αίτησή του οποιαδήποτε από τις πληροφορίες και τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
(6) Οργανισμός που πληροί τα κριτήρια του Παραρτήματος της Οδηγίας 94/57/ΕΚ, εξαιρουμένων των κριτηρίων που αναφέρονται στα σημεία 2 και 3 του Τμήματος Α του προαναφερόμενου Παραρτήματος, δικαιούται να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή αίτηση για αναγνώρισή του κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 4(2) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ. Κάθε προαναφερόμενη αίτηση περιέχει πλήρεις πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία που να ικανοποιούν την Αρμόδια Αρχή ότι ο αιτών οργανισμός πληροί τα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται στο προαναφερόμενο Παράρτημα, εξαιρουμένων των κριτηρίων που αναφέρονται στα προαναφερόμενα σημεία 2 και 3, και ότι είναι ικανός και δεσμεύεται να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 14(2), (4) και (5).
(7) Σε περίπτωση που υποβάλλεται στην Αρμόδια Αρχή αίτηση δυνάμει του εδαφίου (6), εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των εδαφίων (2), (3) και (5).
(8) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή εγκρίνει αίτηση που της υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (6)-
(α) Λαμβάνει τα δέοντα μέτρα για υποβολή από τη Δημοκρατία στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αίτησης αναγνώρισης του αιτούντα οργανισμού δυνάμει του ΄Αρθρου 4(2) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ, η οποία αίτηση περιέχει τις πληροφορίες και στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (6)· και
(β) προβαίνει σε αξιολόγηση του αιτούντα οργανισμού, από κοινού με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 4(2) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ.
(9)(α) Διαπράττει ποινικό αδίκημα οργανισμός που υποβάλλει στην Αρμόδια Αρχή, δυνάμει του εδαφίου (1) ή (6) αίτηση, η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες λίρες.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι υπέβαλε την αίτηση με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι περιείχε ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία.
7.— (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου και των άρθρων 8 και 11, η Αρμόδια Αρχή δε δύναται, κατ' αρχή, να αρνηθεί να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε από τους αναγνωρισμένους οργανισμούς, να αναλάβει οποιοδήποτε από τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 5.
(2) Η Αρμόδια Αρχή δύναται, εν τούτοις, να περιορίζει τον αριθμό των οργανισμών που εξουσιοδοτεί ανάλογα με τις ανάγκες, εφόσον συντρέχουν διαφανείς και αντικειμενικοί λόγοι.
(3) Η Αρμόδια Αρχή δύναται -
(α) Να αρνηθεί να εξουσιοδοτήσει αναγνωρισμένο οργανισμό, ή
(β) να ανακαλέσει εξουσιοδότηση που χορήγησε σε αναγνωρισμένο οργανισμό,
ο οποίος έχει ως τόπο εγκατάστασής του χώρα άλλη από Κράτος Μέλος, εάν η εν λόγω χώρα δεν παρέχει αμοιβαία εξουσιοδότηση σε αναγνωρισμένο οργανισμό ο οποίος έχει ως τόπο εγκατάστασης Κράτος Μέλος και για τον οποίο η Δημοκρατία ζήτησε από την εν λόγω χώρα τέτοια αμοιβαία εξουσιοδότηση.
8.—(1) Η Δημοκρατία καθορίζει τις σχέσεις συνεργασίας της με τους οργανισμούς, που ενεργούν εκ μέρους της, κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με τη συνομολόγηση γραπτής και χωρίς διακρίσεις συμφωνίας, στην οποία εκτίθενται τα συγκεκριμένα καθήκοντα και ο ρόλος των οργανισμών.
(2) Η συμφωνία αυτή υπογράφεται εκ μέρους της Δημοκρατίας από την Αρμόδια Αρχή και εκ μέρους του οργανισμού από τον Πρόεδρο του υπό εξουσιοδότηση οργανισμού ή τον εκπρόσωπο του.
(3) Η Αρμόδια Αρχή δημοσιεύει με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το πρότυπο της συμφωνίας αυτής.
(4) Συμφωνία δυνάμει του παρόντος άρθρου πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον-
(α) τις διατάξεις, οι οποίες εκτίθενται στο Προσάρτημα 2 της Απόφασης Α.739 (18) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) της 4ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξουσιοδότηση οργανισμών που ενεργούν εκ μέρους αρχών, του οποίου το κείμενο σε μετάφραση στην Ελληνική παρατίθεται στο Δεύτερο Παράρτημα, αντλώντας έμπνευση από το παράρτημα, τα προσαρτήματα και το συμπλήρωμα της Εγκυκλίου 710/ΜSC του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) και της Εγκυκλίου 307/MEPC σχετικά με την πρότυπη συμφωνία για την εξουσιοδότηση αναγνωρισμένων οργανισμών που ενεργούν για λογαριασμό των αρχών.
(β) τις ακόλουθες διατάξεις που αφορούν την οικονομική ευθύνη:
(i) εάν η ευθύνη που προκύπτει από οποιοδήποτε περιστατικό αποδοθεί τελικά και οριστικά στη Δημοκρατία από δικαστήριο ή προκύπτει ως μέρος της επίλυσης της διαφοράς μέσω διαδικασιών διαιτησίας, μαζί με απαίτηση αποζημίωσης των ζημιωθέντων μερών για απώλεια ή ζημιά σε περιουσία ή προσωπική βλάβη ή θάνατο, που αποδεικνύεται στο εν λόγω δικαστήριο ή μέσω των διαδικασιών διαιτησίας ότι προκλήθηκε από ηθελημένη πράξη ή παράλειψη ή βαριά αμέλεια του αναγνωρισμένου οργανισμού, των φορέων, υπαλλήλων ή πρακτόρων του ή άλλων που ενεργούν εξ ονόματος του αναγνωρισμένου οργανισμού, η Δημοκρατία δικαιούται οικονομική αποζημίωση από τον αναγνωρισμένο οργανισμό στο βαθμό που η ανωτέρω απώλεια, ζημιά, βλάβη ή θάνατος προκλήθηκε από τον τελευταίο, σύμφωνα με απόφαση του δικαστηρίου ή βάσει των διαδικασιών διαιτησίας.
(ii) εάν η ευθύνη που προκύπτει από οποιοδήποτε περιστατικό αποδοθεί τελικά και οριστικά στην Δημοκρατία από δικαστήριο ή προκύπτει ως μέρος της επίλυσης της διαφοράς μέσω διαδικασιών διαιτησίας, μαζί με απαίτηση αποζημίωσης των ζημιωθέντων μερών για προσωπική βλάβη ή θάνατο, που αποδεικνύεται στο εν λόγω δικαστήριο ή μέσω των διαδικασιών διαιτησίας ότι προκλήθηκε από αμελή ή απερίσκεπτη πράξη ή παράλειψη του αναγνωρισμένου οργανισμού, των υπαλλήλων ή πρακτόρων του ή άλλων που ενεργούν εξ ονόματος του αναγνωρισμένου οργανισμού, η Δημοκρατία δικαιούται οικονομική αποζημίωση από τον αναγνωρισμένο οργανισμό στο βαθμό που η ανωτέρω βλάβη ή θάνατος προκλήθηκε από τον τελευταίο, σύμφωνα με απόφαση του δικαστηρίου ή βάσει των διαδικασιών διαιτησίας· η Αρμόδια Αρχή και ο αναγνωρισμένος οργανισμός δύνανται να περιορίσουν δια της συμφωνίας το ανώτατο ποσό αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί από τον αναγνωρισμένο οργανισμό, αλλά σε κάθε περίπτωση το ποσό αυτό δεν πρέπει να είναι λιγότερο από ισόποσο των τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ·
(iii) εάν η ευθύνη που προκύπτει από οποιοδήποτε περιστατικό αποδοθεί τελικά και οριστικά στην Δημοκρατία από δικαστήριο ή προκύπτει ως μέρος της επίλυσης της διαφοράς μέσω διαδικασιών διαιτησίας, μαζί με απαίτηση αποζημίωσης των ζημιωθέντων μερών για απώλεια ή ζημιά σε περιουσία, η οποία αποδεικνύεται στο εν λόγω δικαστήριο ή μέσω των διαδικασιών διαιτησίας ότι προκλήθηκε από αμελή ή απερίσκεπτη πράξη ή παράλειψη του αναγνωρισμένου οργανισμού, των υπαλλήλων ή πρακτόρων του ή άλλων που ενεργούν εξ ονόματος του αναγνωρισμένου οργανισμού, η Δημοκρατία δικαιούται οικονομική αποζημίωση από τον αναγνωρισμένο οργανισμό στο βαθμό που η ανωτέρω απώλεια ή ζημία προκλήθηκε από τον τελευταίο, σύμφωνα με απόφαση του δικαστηρίου ή βάσει των διαδικασιών διαιτησίας· η Αρμόδια Αρχή και ο αναγνωρισμένος οργανισμός δύνανται να περιορίσουν δια της συμφωνίας το ανώτατο ποσό αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί από τον αναγνωρισμένο οργανισμό, αλλά σε κάθε περίπτωση το ποσό δεν πρέπει να είναι λιγότερο από ισόποσο των δύο εκατομμυρίων ευρώ.
(γ) τις διατάξεις για τη διενέργεια περιοδικού ελέγχου από την Αρμόδια Αρχή ή από αμερόληπτο εξωτερικό φορέα που ορίζεται από την Αρμόδια Αρχή, σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων, τα οποία οι οργανισμοί αναλαμβάνουν εκ μέρους της Δημοκρατίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 11(1).
(δ) τη δυνατότητα έκτακτων και λεπτομερών επιθεωρήσεων των πλοίων.
(ε) τις διατάξεις για τη διαβίβαση από τον αναγνωρισμένο οργανισμό στην Αρμόδια Αρχή βασικών πληροφοριών σχετικά με την κατάταξη των πλοίων στην κλάση του και τις μετατάξεις, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις από την κλάση, σύμφωνα με το άρθρο 14(3).
(στ) διατάξεις περί του ότι η συμφωνία θεωρείται τερματισθείσα σε περίπτωση που η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακαλέσει την αναγνώριση του αναγνωρισμένου οργανισμού και περί του ότι, σε τέτοια περίπτωση, η Δημοκρατία δεν φέρει ευθύνη για καταβολή αποζημιώσεων στον επηρεαζόμενο οργανισμό.».
(5) Η συμφωνία αυτή δύναται να περιλαμβάνει την υποχρέωση για τον αναγνωρισμένο οργανισμό να διατηρεί αντιπροσωπεία στη Δημοκρατία. Η απαίτηση αυτή δύναται να ικανοποιηθεί με μία αντιπροσωπεία, η οποία έχει νομική προσωπικότητα, κατά τους ισχύοντες στη Δημοκρατία νόμους και υπόκειται στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων.
(6) Η Αρμόδια Αρχή διαβιβάζει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αντίγραφα των συμφωνιών που υπογράφονται με τους αναγνωρισμένους οργανισμούς.
(7) Η Αρμόδια Αρχή και κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός που εξουσιοδοτείται από αυτήν συνεργάζονται με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 6(5) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ.
(8) Το άρθρο 2(2) εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, αναφορικά με τις τροποποιήσεις των διεθνών πράξεων που αναφέρονται στο εδάφιο (4).
9.—(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται, κατόπιν εισηγήσεως της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να ανακαλέσει την αναγνώριση ενός αναγνωρισμένου οργανισμού, εφόσον αυτός έχει παύσει να ικανοποιεί τα κριτήρια που προβλέπονται στο Πρώτο Παράρτημα.
(2) Κατά την λήψη της απόφασης προς ανάκληση της αναγνώρισης, η Αρμόδια Αρχή-
(α) Λαμβάνει υπόψη τις εκθέσεις και τις πληροφορίες που της παρέχει η Συμβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12· και
(β) αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στα μητρώα των επιδόσεων από άποψη ασφάλειας και πρόληψης της ρύπανσης, τα οποία τηρούνται για τους οργανισμούς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12.
(3) Σε περίπτωση που η αναγνώριση οργανισμού ανακαλείται από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 9 ή 10(4) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ, η Αρμόδια Αρχή ανακαλεί εξουσιοδότηση την οποία χορήγησε στον εν λόγω οργανισμό δυνάμει του άρθρου 5· η ανάκληση της εξουσιοδότησης ενεργείται με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(4) Η ανάκληση της αναγνώρισης ενεργείται με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
10.—(1) Ανεξάρτητα από τα κριτήρια που προβλέπονται στο Παράρτημα της Οδηγίας 94/57/ΕΚ, σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή κρίνει ότι δεν είναι πλέον δυνατό κάποιος αναγνωρισμένος οργανισμός να έχει εξουσιοδότηση να εκτελεί εκ μέρους της Δημοκρατίας τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 5, δύναται να αναστέλλει, κατόπιν εισηγήσεως της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την εξουσιοδότησή του.
(2) Η Αρμόδια Αρχή, κατά την έκδοση της σχετικής απόφασης, εξετάζει κατά πόσο η αναστολή δικαιολογείται λόγω σοβαρών κινδύνων για την ασφάλεια ή το περιβάλλον.
(3)(α) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή αποφασίζει την αναστολή της εξουσιοδοτήσεως ενός αναγνωρισμένου οργανισμού, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τα Κράτη Μέλη για την απόφασή της και παραθέτει τους ουσιαστικούς λόγους που δικαιολογούν την απόφασή της αυτή.
(β) Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνεται από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εάν η απόφασή της να αναστείλει την εξουσιοδότηση θεωρείται δικαιολογημένη λόγω σοβαρών κινδύνων για την ασφάλεια ή το περιβάλλον και στην περίπτωση που η απόφασή της δε θεωρηθεί δικαιολογημένη ανακαλεί την περί αναστολής απόφασή της.
(4) Η αναστολή της εξουσιοδοτήσεως ενεργείται με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(5)(α) Σε περίπτωση που η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναστέλλει την αναγνώριση οργανισμού κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 10(2) ή (3) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ, η εξουσιοδότηση την οποία η Αρμόδια Αρχή χορήγησε στον εν λόγω οργανισμό δυνάμει του άρθρου 5, αναφορικά με την έκδοση ή ανανέωση πιστοποιητικών για κυπριακά πλοία, θεωρείται ανασταλείσα από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής απόφασης της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι και την ημερομηνία ανάκλησης αυτής της απόφασης.
(β) Η παράγραφος (α) δεν επηρεάζει την ισχύ και εγκυρότητα των πιστοποιητικών που ο επηρεαζόμενος οργανισμός εκδίδει πριν την ημερομηνία αναστολής της αναγνώρισής του.
11.—(1) Η Αρμόδια Αρχή οφείλει να ελέγχει το έργο των αναγνωρισμένων οργανισμών, που ενεργούν εκ μέρους της Δημοκρατίας, προκειμένου να διαπιστώνει ότι εκτελούν πράγματι τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 5 κατά τρόπο ικανοποιητικό. Αυτό επιτυγχάνεται με την άμεση παρακολούθηση των αναγνωρισμένων οργανισμών από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.
(2) Η Συμβουλευτική Επιτροπή εκτελεί αυτό το καθήκον τουλάχιστον ανά διετία και απευθύνει στην Αρμόδια Αρχή έκθεση των αποτελεσμάτων της εν λόγω παρακολούθησης, το βραδύτερο έως την 31η Μαρτίου κάθε έτους που ακολουθεί τα έτη για τα οποία πραγματοποιήθηκε η αξιολόγηση της συμμόρφωσης.
(3)(α) [Διαγράφηκε].
(β) Η Αρμόδια Αρχή διαβιβάζει την προβλεπόμενη στο προηγούμενο εδάφιο έκθεση στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τα λοιπά Κράτη Μέλη το βραδύτερο έως την 31η Μαρτίου κάθε έτους που ακολουθεί τα έτη, για τα οποία πραγματοποιήθηκε η αξιολόγηση της συμμόρφωσης.
(γ) [Διαγράφηκε].
(δ) [Διαγράφηκε].
(4) Η Αρμόδια Αρχή διασφαλίζει την αξιολόγηση, από κοινού με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κατά τις διατάξεις του ΄Αρθρου 11(3) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ, αναγνωρισμένου οργανισμού τον οποίο είτε η Αρμόδια Αρχή εξουσιοδότησε δυνάμει του άρθρου 5 είτε για τον οποίο η Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση αναγνώρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 6(4) ή (8).
(5) Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός που απολαύει ισχύουσας εξουσιοδότησης από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 5 ή έχει ως τόπο εγκατάστασής του τη Δημοκρατία, κοινοποιεί ετησίως στην επιτροπή COSS τα αποτελέσματα επισκόπησης του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας που χρησιμοποιεί.
11Α.-(1) Οι εξουσίες που παρατίθενται στο παρόν άρθρο–
(α) Χορηγούνται σε οποιοδήποτε Επιθεωρητή πλοίων, με σκοπό την εκπλήρωση οποιασδήποτε αξιολόγησης, ελέγχου ή παρακολούθησης, που αναφέρεται στο άρθρο 11.
(β) χορηγούνται σε οποιοδήποτε εντεταλμένο κοινοτικό λειτουργό, με σκοπό την εκπλήρωση της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 11(5), από μέρους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
(2) Κάθε Επιθεωρητής πλοίων και κάθε εντεταλμένος κοινοτικός λειτουργός έχει εξουσία σε κάθε εύλογο χρόνο-
(α) Να ανακόπτει, εισέρχεται, επιθεωρεί και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε σχετικό πλοίο, είτε αυτό ναυλοχεί είτε είναι εν πλω, το οποίο είναι εντεταγμένο σε κλάση του υπό αξιολόγηση αναγνωρισμένο οργανισμό· και
(β) να εισέρχεται, επιθεωρεί, ερευνά και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο στη Δημοκρατία, εκτός από κατοικία, στον οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είναι ο τόπος εγκατάστασης ή άλλως πως χρησιμοποιείται για επαγγελματικούς σκοπούς από τον υπό αξιολόγηση αναγνωρισμένο οργανισμό· και
(γ) να εξετάζει οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται σε οποιοδήποτε σχετικό πλοίο, που αναφέρεται στην παράγραφο (α), ή σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο (εξαιρουμένων των κατοικιών), που αναφέρεται στην παράγραφο (β), για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν πληροφορία ή καταχώρηση σε σχέση με το σκοπό για τον οποίο ασκείται εξουσία εξέτασης, να τα αντιγράφει και φωτοτυπεί, και να παίρνει αντίγραφα, φωτοτυπίες και αποσπάσματά τους, υπό την προϋπόθεση, όσον αφορά τα αποσπάσματα, ότι έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά ενδεχομένως να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε ποινική διαδικασία αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο ή τους Κανονισμούς ή τα Διατάγματα, που εκδίδονται δυνάμει αυτού· και
(δ) να εισέρχεται σε σχετικό πλοίο, που αναφέρεται στην παράγραφο (α), ή σε υποστατικό ή άλλο χώρο (εξαιρουμένων των κατοικιών), που αναφέρεται στην παράγραφο (β) -
(i) συνοδευόμενος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την παρουσία κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3), και
(ii) φέροντας μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή υλικό, που κρίνει αναγκαίο για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου ή του εδαφίου (3).
(3) Ο έχων την εκμετάλλευση σχετικού πλοίου που αναφέρεται στο εδάφιο (2)(α) και ο πλοίαρχος και κάθε άλλος ναυτικός τέτοιου πλοίου, ή αναγνωρισμένος οργανισμός και ο υπεύθυνος υποστατικού ή άλλου χώρου (εξαιρουμένων των κατοικιών), που αναφέρεται στο εδάφιο (2)(β), έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν σε Επιθεωρητή πλοίων ή εντεταλμένο κοινοτικό λειτουργό, εφόσον ο Επιθεωρητής πλοίων ή, κατά περίπτωση, ο εντεταλμένος κοινοτικός λειτουργός εύλογα το απαιτεί -
(α) οποιαδήποτε διευκόλυνση, και
(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και
(γ) υπογεγραμμένη δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχει,
ο δε Επιθεωρητής πλοίων και ο εντεταλμένος κοινοτικός λειτουργός έχουν εξουσία να απαιτούν και να λαμβάνουν τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.
(4) Κάθε Επιθεωρητής πλοίων επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει των εδαφίων (2) και (3), το δελτίο ταυτότητάς του το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό σύμφωνα με τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Δελτία Ταυτότητας Επιθεωρητών Πλοίων και Εποπτών Πλοίων) Κανονισμούς του 2000, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(5) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο -
(α) Στο οποίο το εδάφιο (3) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή
(β) χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή παρέχει σε Επιθεωρητή Πλοίων ή εντεταλμένο κοινοτικό λειτουργό ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή αρνείται να παράσχει σε Επιθεωρητή Πλοίων ή εντεταλμένο κοινοτικό λειτουργό πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο Επιθεωρητής Πλοίων ή εντεταλμένος κοινοτικός λειτουργός απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο,
και υπόκειται -
(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(6) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (5) -
(α) Αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του εδαφίου (3), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη.
(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, δήλωσης, στοιχείου, βιβλίου ή εγγράφου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, δήλωση, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.
(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «σχετικό πλοίο» σημαίνει -
(α) κυπριακό πλοίο, οπουδήποτε βρίσκεται. ή
(β) μη κυπριακό πλοίο το οποίο βρίσκεται στην επικράτεια της Δημοκρατίας.
12.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), εάν κατά την άσκηση του δικαιώματος επιθεώρησης και την εκπλήρωση των αντίστοιχων υποχρεώσεων, που χορηγείται και ανατίθενται, αντίστοιχα, στην Αρμόδια Αρχή με βάση τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας (΄Ελεγχος του Κράτους του Λιμένα) Νόμους του 2001 και 2004, διαπιστώνεται-
(α) Περίπτωση έκδοσης έγκυρου πιστοποιητικού, από οργανισμό που ενεργεί για λογαριασμό Κράτους σημαίας, αναφορικά με πλοίο που δεν πληροί τις σχετικές απαιτήσεις των Διεθνών Συμβάσεων, ή
(β) οποιαδήποτε έλλειψη πλοίου εφοδιασμένου με έγκυρο πιστοποιητικό κλάσεως, η οποία έλλειψη αφορά στοιχεία που καλύπτονται από το εν λόγω πιστοποιητικό,
η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει σχετικά -
(αα) την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τα λοιπά Κράτη Μέλη.
(ββ) το Κράτος της σημαίας του επηρεαζόμενου πλοίου. και
(γγ) τον οικείο οργανισμό κατά το χρόνο της αρχικής επιθεώρησης.
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) ενημέρωση αφορά διαπιστώσεις σχετικά με πλοία που συνιστούν σοβαρή απειλή για την ασφάλεια και το περιβάλλον ή μαρτυρούν ιδιαιτέρως πλημμελή συμπεριφορά εκ μέρους του οικείου οργανισμού.
(3) Οργανισμός που ενημερώνεται κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) προβαίνει αμέσως στις ενδεδειγμένες επακόλουθες ενέργειες.
13.—(1) Τα κυπριακά πλοία πρέπει να κατασκευάζονται και συντηρούνται σύμφωνα με τις απαιτήσεις αναγνωρισμένου οργανισμού, όσον αφορά στο σκάφος, στη μηχανολογική και στην ηλεκτρολογική εγκατάσταση και στην εγκατάσταση ελέγχου.
(2) Σε κλάση αναγνωρισμένου οργανισμού πρέπει να είναι εντεταγμένα όλα τα κυπριακά πλοία, στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων.
(3)(α) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να αποφασίσει να χρησιμοποιεί κανόνες που θεωρεί ισοδύναμους προς εκείνους ενός αναγνωρισμένου οργανισμού.
(β) Η διάταξη του εδαφίου αυτού θα ισχύει υπό τον όρο ότι η Αρμόδια Αρχή θα κοινοποιεί αμέσως τους κανόνες που θεωρεί ως ισοδύναμους προς εκείνους ενός αναγνωρισμένου οργανισμού στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στα Κράτη Μέλη, και υπό τον πρόσθετο όρο ότι δε θα έχουν αποτελέσει οι κανόνες αυτοί αντικείμενο ενστάσεων Κράτους Μέλους ή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και δε θα έχουν κριθεί ως μη ισοδύναμοι από την Επιτροπή αυτή.
14.- (1) Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός που απολαύει ισχύουσας εξουσιοδότησης από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 5 ή έχει ως τόπο εγκατάστασής του τη Δημοκρατία -
(α) Προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τους λοιπούς αναγνωρισμένους οργανισμούς σε τακτά χρονικά διαστήματα, για να διατηρούν την ισοδυναμία στις τεχνικές προδιαγραφές τους καθώς και στην εφαρμογή αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης Α. 847 (20) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) σχετικά με τις Κατευθυντήριες Γραμμές που βοηθούν τα Κράτη σημαίας κατά την εφαρμογή των πράξεων του ΙΜΟ (Guidelines to assist flag States in the implementation of IMO Instruments)· και
(β) υποβάλλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από κοινού με τους λοιπούς αναγνωρισμένους οργανισμούς, τακτικές εκθέσεις σχετικά με τις βασικές προόδους που επιτυγχάνονται όσον αφορά τις προδιαγραφές.
(2) Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός που απολαύει ισχύουσας εξουσιοδότησης από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 5 ή έχει ως τόπο εγκατάστασής του τη Δημοκρατία συνεργάζεται με την Αρμόδια Αρχή και τους Επιθεωρητές πλοίων, αναφορικά με κυπριακά πλοία που είναι εντεταγμένα στην κλάση του, προκειμένου ιδίως να διευκολύνεται η αποκατάσταση ελλείψεων ή άλλων αποκλίσεων, που διαπιστώνονται σε σχέση με τέτοια πλοία.
(3) (α) Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός που απολαύει ισχύουσας εξουσιοδότησης από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 5 παρέχει -
(i) στην Αρμόδια Αρχή· και
(ii) στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
κάθε πληροφορία σχετική με τα ταξινομημένα πλοία του και τις μετατάξεις, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις κλάσης, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρουν τα πλοία.
(β) Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός που απολαύει ισχύουσας εξουσιοδότησης από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 5 ή έχει ως τόπο εγκατάστασής του τη Δημοκρατία γνωστοποιεί στο σύστημα πληροφοριών Sirenac και δημοσιεύει στην ιστοσελίδα που τυχόν διαθέτει στο Διαδίκτυο κάθε πληροφορία σχετική με μετατάξεις, αλλαγές, αναστολές και ανακλήσεις κλάσης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με οποιουσδήποτε τυχόν καθυστερημένους ελέγχους, καθυστερημένες συστάσεις, προϋποθέσεις κλάσης, όρους λειτουργίας ή περιορισμούς λειτουργίας, που έχουν εκδοθεί σε βάρος των ταξινομημένων πλοίων του, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρουν τα πλοία.
(4) (α) Απαγορεύεται σε αναγνωρισμένο οργανισμό-
(i) που απολαύει ισχύουσας εξουσιοδότησης από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 5 να εκδίδει πιστοποιητικό για κυπριακό πλοίο, ή
(ii) που έχει ως τόπο εγκατάστασής του τη Δημοκρατία να εκδίδει πιστοποιητικό για πλοίο, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρει,
το οποίο πλοίο έχει διαγραφεί από την κλάση του ή αλλάζει κλάση για λόγους ασφάλειας, πριν παράσχει στην αρμόδια αρχή του Κράτους της σημαίας του εν λόγω πλοίου να του δώσει τη γνώμη της εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, προκειμένου να προσδιορίσει κατά πόσον απαιτείται πλήρης επιθεώρηση.
(β) Θεωρείται άκυρο οποιοδήποτε πιστοποιητικό εκδίδεται κατά παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με την παράγραφο (α).
(5) Σε περίπτωση μεταφοράς κλάσης -
(α) Κυπριακού πλοίου από αναγνωρισμένο οργανισμό που απολαύει ισχύουσας εξουσιοδότησης από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 5 (στο εξής «ο παραδίδων οργανισμός»), ή
(β) πλοίου, ανεξαρτήτως της σημαίας που φέρει, από αναγνωρισμένο οργανισμό που έχει ως τόπο εγκατάστασής του τη Δημοκρατία (στο εξής «ο παραδίδων οργανισμός»),
σε οποιοδήποτε άλλο οργανισμό (στο εξής «ο παραλαμβάνων οργανισμός»)-
(αα) ο παραδίδων οργανισμός ενημερώνει τον παραλαμβάνοντα οργανισμό για οποιουσδήποτε τυχόν καθυστερημένους ελέγχους, καθυστερημένες συστάσεις, προϋποθέσεις κλάσης, όρους λειτουργίας ή περιορισμούς λειτουργίας, που έχουν εκδοθεί εις βάρος του σχετικού πλοίου.
(ββ) κατά τη μετάταξη, ο παραδίδων οργανισμός παραδίδει στον παραλαμβάνοντα οργανισμό το πλήρες αρχείο με το ιστορικό του σχετικού πλοίου.
(γγ) ο παραλαμβάνων οργανισμός αποκτά εξουσία να εκδίδει πιστοποιητικά για το σχετικό πλοίο μόνο αφού ολοκληρωθούν ικανοποιητικά όλοι οι καθυστερημένοι έλεγχοι και εκπληρωθούν καθ’ υπόδειξιν του παραδίδοντα οργανισμού οι καθυστερημένες συστάσεις ή προϋποθέσεις κλάσης, που είχαν προηγουμένως εκδοθεί εις βάρος του πλοίου· και
(δδ) πριν από την έκδοση πιστοποιητικών για το σχετικό πλοίο, ο παραλαμβάνων οργανισμός γνωστοποιεί στον παραδίδοντα οργανισμό την ημερομηνία έκδοσης των πιστοποιητικών και επιβεβαιώνει την ημερομηνία, τον τόπο και τις ενέργειες που έγιναν για την κάλυψη κάθε καθυστερημένου ελέγχου, καθυστερημένης σύστασης και καθυστερημένης προϋπόθεσης κλάσης.
(6) Κάθε αναγνωρισμένος οργανισμός που απολαύει ισχύουσας εξουσιοδότησης από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 5 ή έχει ως τόπο εγκατάστασής του τη Δημοκρατία συνεργάζεται με τους λοιπούς αναγνωρισμένους οργανισμούς για τη συμμόρφωσή τους με το ΄Αρθρο 15(5) της Οδηγίας 94/57/ΕΚ.
15.—(1) Τα πιστοποιητικά, που έχουν εκδοθεί για κυπριακά πλοία από αναγνωρισμένο και εξουσιοδοτημένο οργανισμό πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, θα εξακολουθούν να ισχύουν και να λογίζονται ως πιστοποιητικά εκδοθέντα δυνάμει του παρόντος Νόμου, εφόσον ο οργανισμός που τα έχει εκδώσει αναγνωρίζεται και εξουσιοδοτείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) [Διαγράφηκε].
(3) [Διαγράφηκε].
15Α.-(1) Διαπράττει ποινικό αδίκημα οργανισμός που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 11(4), 12(3) και 14 και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες.
(2) Διαπράττει ποινικό αδίκημα ο έχων την εκμετάλλευση κυπριακού πλοίου που αρνείται ή παραλείπει να διασφαλίσει την συμμόρφωση του πλοίου με οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του άρθρου 13(1) και (2) και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(3) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει το Διευθυντή, οποιοδήποτε Επιθεωρητή πλοίων, εντεταλμένο κοινοτικό λειτουργό ή άλλο λειτουργό, κατά την άσκηση των εξουσιών ή εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο από τη δέουσα άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, και υπόκειται -
(α) σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·
(β) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(4) (α) Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, βάσει του παρόντος Νόμου, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου, και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή έγκριση είτε ότι έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια φυσικού προσώπου που, κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος, κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο είναι ένοχο του ίδιου ποινικού αδικήματος και υπόκειται -
(i) αναφορικά με το αδίκημα το οποίο συστήνει το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή το άρθρο 6(9)(α), σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·
(ii) αναφορικά με οποιοδήποτε άλλο αδίκημα, στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης φυσικού προσώπου βάσει της παραγράφου (α) εφαρμόζονται επ’ αυτού, τηρουμένων των αναλογιών, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου που προβλέπουν υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο.
(5) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του παρόντος Νόμου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι έλαβε όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει τη συμμόρφωσή του με τη διάταξη την οποία αφορά η ισχυριζόμενη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.
15Β.-(1) Ο Διευθυντής τηρεί αντίγραφο των αναφερομένων στο εδάφιο (2) διεθνών πράξεων και παρέχει σε οποιοδήποτε πρόσωπο -
(α) Πρόσβαση σε οποιαδήποτε τέτοια πράξη, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο του το ζητεί κατά τον καθοριζόμενο τρόπο. και
(β) αντίγραφο οποιασδήποτε τέτοιας πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο του το ζητεί κατά τον καθοριζόμενο τρόπο και καταβάλλει στο Διευθυντή τέλος, το οποίο καθορίζεται από το Διευθυντή και σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει το ποσό που καλύπτει τις δαπάνες στις οποίες το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας υποβάλλεται για την παραγωγή του αντιγράφου.
(2) Οι διεθνείς πράξεις αναφορικά με τις οποίες το εδάφιο (1) επιβάλλει υποχρέωση στο Διευθυντή είναι οι ακόλουθες:
(α) Οι ενημερωμένες εκδόσεις που αναφέρονται στον ορισμό του όρου «Διεθνείς Συμβάσεις» στο άρθρο 2(1).
(β) οι πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δια των οποίων διενεργείται ο αποκλεισμός, ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 2(2)και στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 8(8).
(γ) οι Αποφάσεις του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) και οι Εγκύκλιοι, που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο.
(δ) τα πρότυπα EN που αναφέρονται στο Παράρτημα της Οδηγίας 94/57/ΕΚ.
15Γ.-(1) Ο Υπουργός έχει εξουσία να τροποποιεί με Διάταγμα οποιοδήποτε Παράρτημα του παρόντος Νόμου και οποιοδήποτε Παράρτημα των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενων Κανονισμών.
(2) Έκαστο Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό δυνάμει του εδαφίου (1), δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτό διαφορετικά, τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής του.
16.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία προς έκδοση Κανονισμών για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος, το οποίο κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Οι κατά τον παρόντα Νόμο εκδιδόμενοι Κανονισμοί κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει εξουσία προς έγκριση ή απόρριψή τους μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κατάθεσή τους. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων εγκρίνει τους Κανονισμούς ή η προθεσμία των εξήντα ημερών παρέλθει άπρακτη, οι Κανονισμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτούς διαφορετικά, τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής τους.
17.—(1) Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται κατόπιν σχετικής εισηγήσεως του Υπουργού και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Οι διατάξεις των άρθρων 6, 7, 8(6), (7) και (8), 9(3),10(3) και (5), 11(3), (4) και (5), 11Α, 12, 13(3)(β) και 14(1)(β) και (3)(α)(ii) τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(3) Οι διατάξεις του άρθρου 9(1), (2) και (4) καταργούνται κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(άρθρο 8(4)(α))
Απόφαση Α. 739 (18) του Διεθνούς
Ναυτιλιακού Οργανισμού
ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ 2
Θέματα που πρέπει να περιληφθούν σε μία Συμφωνία
Μία τυπική γραπτή συμφωνία ή το ισοδύναμο της, μεταξύ της Αρχής και του
αναγνωρισμένου Οργανισμού, πρέπει να καλύπτει κατ' ελάχιστο τους ακόλουθους όρους:
1. Εφαρμογή.
2. Σκοπός.
3. Γενικοί Όροι.
4. Εκτέλεση εργασιών σύμφωνα με την εξουσιοδότηση—
1. Εργασίες σύμφωνα με τη γενική εξουσιοδότηση·
2. Εργασίες σύμφωνα με την ειδική (επιπρόσθετη) εξουσιοδότηση·
3. Σχέση μεταξύ των θεσμοθετημένων δραστηριοτήτων του οργανισμού και άλλων σχετικών δραστηριοτήτων·
4. Λειτουργίες σχετικές με τη συνεργασία με τα Κράτη του λιμένα για διευκόλυνση της αποκατάστασης των ελλείψεων που καταγγέλλονται μέσα στα πλαίσια του ελέγχου του Κράτους του λιμένα ή των παραλείψεων που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του οργανισμού.
5. Νομική βάση των εργασιών σύμφωνα με την εξουσιοδότηση—
1. Νόμοι, κανονισμοί και συμπληρωματικές ρυθμίσεις·
2. Ερμηνείες·
3. Αποκλίσεις και ισοδύναμες ρυθμίσεις.
6. Αναφορά προς την Αρχή—
1. Διαδικασίες αναφοράς στην περίπτωση γενικής εξουσιοδότησης·
2. Διαδικασίες αναφοράς στην περίπτωση ειδικής εξουσιοδότησης·
3. Αναφορά επί της κατατάξεως σε κλάση των πλοίων (απονομή κλάσης, αλλαγές και ανακλήσεις), ανάλογα με την περίπτωση·
4. Αναφορά περιπτώσεων όπου το πλοίο δεν παρέμεινε καθόλου αξιόπλουν, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος για το ίδιο ή για τα άτομα που επιβαίνουν σ' αυτό, ή παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης ζημιάς στο περιβάλλον·
5. Άλλες αναφορές.
7. Διαμόρφωση κανόνων και/ή κανονισμών -Πληροφόρηση—
1. Συνεργασία σε σχέση με τη διαμόρφωση κανόνων και/ή κανονισμών - συναντήσεις αλληλοενημέρωσης·
2. Ανταλλαγή κανόνων και/ή κανονισμών και πληροφοριών
3. Γλώσσα και τύπος.
8. Άλλοι Όροι—
1. Αμοιβή·
2. Κανόνες διοικητικών διαδικασιών
3. Εμπιστευτικότητα·
4. Ευθύνη·
5. Χρηματική ευθύνη·
6. Έναρξη ισχύος·
7. Τερματισμός της συμφωνίας-
8. Παράβαση της συμφωνίας·
9. Διακανονισμός διαφορών
10. Χρήση υπεργολάβων
11. Έκδοση της συμφωνίας·
12. Τροποποιήσεις.
9. Καθορισμός της εξουσιοδότησης της Αρχής προς τον οργανισμό—
1. Τύποι και μεγέθη πλοίων
2. Συμβάσεις και άλλα νομοθετήματα, συμπεριλαμβανομένης και της σχετικής εθνικής νομοθεσίας·
3. Έγκριση σχεδίων·
4. Έγκριση υλικών και εξοπλισμού·
5. Επιθεωρήσεις·
6. Έκδοση πιστοποιητικών
7. Διορθωτικές ενέργειες·
8. Απόσυρση πιστοποιητικών
9. Αναφορές.
10. Επίβλεψη της εκτέλεσης των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον Οργανισμό από την Αρχή—
1. Έγγραφα συστήματος διασφάλισης ποιότητας·
2. Πρόσβαση σε εσωτερικές οδηγίες, εγκυκλίους και κατευθυντήριες γραμμές·
3. Πρόσβαση της Αρχής στα έγγραφα του οργανισμού τα σχετικά με το στόλο της Αρχής·
4. Συνεργασία με τον κλάδο επιθεωρήσεων και ελέγχου εργασιών της Αρχής-
5. Παροχή πληροφοριών και στατιστικών στοιχείων μεταξύ άλλων για ζημιές και ατυχήματα των πλοίων της Αρχής.
Εκ παραδρομής η Βουλή αναφέρει όπως γίνει τροποποίηση στο εδάφιο (2) του άρθρου 10 του βασικού Νόμου αντί στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου.
Καταργούνται οι περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Αναγνώριση και Εξουσιοδότηση Οργανισμών) Νόμοι του 2001 και 2004.