2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αδίκημα» σημαίνει οποιοδήποτε αδίκημα που προβλέπεται ως τέτοιο στον παρόντα Νόμο·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·
«νομικό πρόσωπο» σημαίνει οποιοδήποτε οργανισμό ή οντότητα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με νομική προσωπικότητα·
«νομίμως κυκλοφορούν χρήμα» σημαίνει νόμισμα που εκδόθηκε και έχει τεθεί σε κυκλοφορία-
(α) Δυνάμει του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(β) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή, δυνάμει εξουσίας που παραχωρείται, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα· ή
(γ) σε οποιοδήποτε άλλο κράτος, από εκδοτική αρχή, η οποία έχει νόμιμη εξουσία να εκδίδει χαρτονομίσματα, τραπεζογραμμάτια ή κέρματα·
«νόμισμα» σημαίνει χαρτονόμισμα (περιλαμβανομένου και τραπεζογραμματίου) ή κέρμα που κυκλοφορεί νόμιμα στη Δημοκρατία ή οποιοδήποτε άλλο κράτος και περιλαμβάνει επίσης τραπεζογραμμάτια και κέρματα σε ευρώ· περιλαμβάνει επίσης χαρτονομίσματα και κέρματα της Δημοκρατίας ή άλλων κρατών καθώς και ευρώ, που δεν έχουν ακόμη τεθεί σε κυκλοφορία αλλά προορίζονται να τεθούν σε κυκλοφορία ως νομίμως κυκλοφορούν χρήμα·
«παραχαραγμένο νόμισμα» σημαίνει -
(α) Αντικείμενο το οποίο έχει τη μορφή νομίσματος αλλά δεν είναι γνήσιο και έχει παραχθεί με δόλιο τρόπο, ώστε να προσομοιάζει, είτε στη μια είτε και στις δύο όψεις, με χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα, αντίστοιχα, με σκοπό να εκληφθεί ως γνήσιο· ή
(β) χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα, το οποίο έχει παραποιηθεί ή αλλοιωθεί με δόλιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, που μπορεί να εκληφθεί ως χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα, αντίστοιχα, μεγαλύτερης αξίας:
Νοείται ότι, αντικείμενο το οποίο αποτελείται εξ ολοκλήρου ή περιέχει απεικόνιση της μιας όψης νομίσματος, με ή χωρίς την προσθήκη οποιουδήποτε άλλου υλικού, θεωρείται παραχαραγμένο νόμισμα:
Νοείται περαιτέρω ότι, αντικείμενο το οποίο προέρχεται από τη συγκόλληση -
(i) Τεμαχίων δύο ή περισσοτέρων νομισμάτων· ή
(ii) τεμαχίων ενός ή περισσοτέρων νομισμάτων, με την προσθήκη άλλων υλικών
θεωρείται παραχαραγμένο νόμισμα·
(γ) νόμισμα νόμιμα παραχθέν, που δεν έχει ακόμη τεθεί σε κυκλοφορία αλλά προορίζεται να τεθεί σε κυκλοφορία ως νομίμως κυκλοφορούν χρήμα και το οποίο τίθεται σε κυκλοφορία χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή με δόλιο τρόπο.