2.(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αδίκημα» σημαίνει οποιοδήποτε αδίκημα που προβλέπεται ως τέτοιο στον παρόντα Νόμο·
«ακατάλληλα προς κυκλοφορία κέρματα ευρώ» σημαίνει κέρματα ευρώ που είναι μεν γνήσια αλλά απορρίφθηκαν ως ακατάλληλα κατά τη διαδικασία εξακρίβωσης της γνησιότητάς τους με βάση τη διαδικασία που ορίζεται στον Κανονισμό 1210/2010 ή τα κέρματα ευρώ, των οποίων η όψη έχει αισθητά αλλοιωθεί·
«ακατάλληλα προς κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια ευρώ» σημαίνει τραπεζογραμμάτια ευρώ που αξιολογούνται ως ακατάλληλα για εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία βάσει του ελέγχου καταλληλότητας σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης 2010/597/EU·
«Απόφαση 2010/597/EU» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με τους ελέγχους γνησιότητας και καταλληλότητας των τραπεζογραμματίων και την εκ νέου θέση αυτών σε κυκλοφορία (ΕΚΤ/2010/14) (2010/597/EU)”, όπως τυχόν συμπληρώνεται από την Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας με τίτλο “Η περί των Ελέγχων Γνησιότητας και Καταλληλότητας των Τραπεζογραμματίων Ευρώ και η εκ Νέου Θέση Αυτών σε Κυκλοφορία Οδηγία του 2011”·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων» σημαίνει το Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων που έχει δημιουργηθεί στην Αστυνομία Κύπρου·
«Κανονισμός 1338/2001» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1338/2001 του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 2001 σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό 44/2009 του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008·
«Κανονισμός (ΕΚ) 2182/2004» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2182/2004 του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 2004 σχετικά με τα μετάλλια και τις μάρκες που προσομοιάζουν με τα κέρματα ευρώ·
«Κανονισμός 1210/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1210/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την εξακρίβωση της γνησιότητας των κερμάτων ευρώ και τη διαχείριση κερμάτων ευρώ ακατάλληλων για κυκλοφορία”·
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·
«Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων” σημαίνει το Κέντρο Εθνικής Ανάλυσης Τραπεζογραμματίων που έχει δημιουργηθεί στην Αστυνομία Κύπρου∙
«νομικό πρόσωπο» σημαίνει κάθε οντότητα που έχει νομική προσωπικότητα βάσει του ισχύοντος δικαίου, πλην των κρατών ή άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου όταν ασκούν κρατική εξουσία και των οργανισμών δημοσίου διεθνούς δικαίου.
«νομίμως κυκλοφορούν χρήμα» σημαίνει νόμισμα που εκδόθηκε και έχει τεθεί σε κυκλοφορία-
(α) Δυνάμει του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(β) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή, δυνάμει εξουσίας που παραχωρείται, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα· ή
(γ) σε οποιοδήποτε άλλο κράτος, από εκδοτική αρχή, η οποία έχει νόμιμη εξουσία να εκδίδει χαρτονομίσματα, τραπεζογραμμάτια ή κέρματα·
«νόμισμα» σημαίνει χαρτονόμισμα, περιλαμβανομένου και τραπεζογραμματίου, ή κέρμα που είναι νομίμως κυκλοφορούν χρήμα στη Δημοκρατία ή οποιοδήποτε άλλο κράτος, είτε αυτό τέθηκε σε κυκλοφορία, είτε προορίζεται να τεθεί σε κυκλοφορία και συμπεριλαμβάνει χαρτονόμισμα ή κέρμα που έπαυσε να θεωρείται νομίμως κυκλοφορούν χρήμα στη Δημοκρατία ή οποιοδήποτε κράτος, αλλά γίνεται δεκτό για ανταλλαγή με νομίμως κυκλοφορούν χρήμα από την Κεντρική Τράπεζα ή την εκδοτική αρχή του εκδίδοντος κράτους·
«Οδηγία 2014/62/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο Οδηγία 2014/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την προστασία του ευρώ και άλλων νομισμάτων από την παραχάραξη και την κιβδηλεία μέσω του ποινικού δικαίου, και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 200/383/ΔΕΥ του Συμβουλίου όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
«παραχαραγμένο νόμισμα» σημαίνει -
(α) Αντικείμενο το οποίο έχει τη μορφή νομίσματος αλλά δεν είναι γνήσιο και έχει παραχθεί με δόλιο τρόπο, ώστε να προσομοιάζει, είτε στη μια είτε και στις δύο όψεις, με χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα, αντίστοιχα, με σκοπό να εκληφθεί ως γνήσιο· ή
(β) χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα, το οποίο έχει παραποιηθεί ή αλλοιωθεί με δόλιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, που μπορεί να εκληφθεί ως χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα, αντίστοιχα, μεγαλύτερης αξίας:
Νοείται ότι, αντικείμενο το οποίο αποτελείται εξ ολοκλήρου ή περιέχει απεικόνιση της μιας όψης νομίσματος, με ή χωρίς την προσθήκη οποιουδήποτε άλλου υλικού, θεωρείται παραχαραγμένο νόμισμα:
Νοείται περαιτέρω ότι, αντικείμενο το οποίο προέρχεται από τη συγκόλληση -
(i) Τεμαχίων δύο ή περισσοτέρων νομισμάτων· ή
(ii) τεμαχίων ενός ή περισσοτέρων νομισμάτων, με την προσθήκη άλλων υλικών
θεωρείται παραχαραγμένο νόμισμα·
(γ) νόμισμα νόμιμα παραχθέν, που δεν έχει ακόμη τεθεί σε κυκλοφορία αλλά προορίζεται να τεθεί σε κυκλοφορία ως νομίμως κυκλοφορούν χρήμα και το οποίο τίθεται σε κυκλοφορία χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή με δόλιο τρόπο.
(2) Οποιαδήποτε αναφορά στον παρόντα Νόμο σε πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται.