13.-(1) Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, η Αρχή δύναται να απαγορεύει τον απόπλου των φορτηγών πλοίων μεταφοράς φορτίου χύδην, επί των οποίων έχει εφαρμογή ο παρών Νόμος, εάν δεν τηρούν τις απαιτήσεις των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 8, των παραγράφων (α)(i) και (ii) του άρθρου 9 και των παραγράφων (β), (γ) και (δ) του άρθρου 9, καθώς και των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδομένων Κανονισμών.
(2) Εφόσον η Αρχή διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων που καθορίζονται στο εδάφιο (1), προβαίνει σε βεβαίωση της παράβασης, συντάσσει σχετική έκθεση, καλεί τον πλοίαρχο σε απολογία και δύναται να απαγορεύσει τον απόπλου, μέχρις ότου βεβαιωθεί ότι έχει αποκατασταθεί η αιτία της μη συμμόρφωσής του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, καταβληθεί οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο ήθελε επιβληθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14.
(3) Τα συνεπαγόμενα έξοδα για βεβαίωση της αποκατάστασης της παράβασης βαρύνουν το φορτηγό πλοίο μεταφοράς φορτίου χύδην και καταβάλλονται πριν από την άρση της απαγόρευσης απόπλου.
(4) Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (1) πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή η καθυστέρηση φορτηγού πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην.
(5) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, ο έχων την εκμετάλλευση του φορτηγού πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην δικαιούται αποζημίωση για τις τυχόν απώλειες ή ζημιά που έχει υποστεί:
Νοείται ότι σε περίπτωση, που προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του φορτηγού πλοίου μεταφοράς φορτίου χύδην.