7.-(1) Μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, οι παραγωγοί παρέχουν στους καταναλωτές τις απαραίτητες πληροφορίες που θα τους επιτρέψουν να αξιολογήσουν τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει ένα προϊόν, κατά τη διάρκεια της συνήθους ή εύλογα προβλεπτής χρήσης του, όπου οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι αμέσως αντιληπτοί χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση, και να προφυλάσσονται από τους κινδύνους αυτούς:
(2) Μέσα στα πλαίσια των οικείων δραστηριοτήτων τους, οι παραγωγοί λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προμηθεύουν, τα οποία τους επιτρέπουν:
(α)Να είναι ενήμεροι για τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιάσουν τα προϊόντα αυτά. και
(β)να επιλέγουν τη λήψη κατάλληλων μέτρων περιλαμβανομένης, αν είναι αναγκαίο για την πρόληψη των κινδύνων αυτών, της απόσυρσης των συγκεκριμένων προϊόντων από την αγορά, της επαρκούς και αποτελεσματικής προειδοποίησης των καταναλωτών ή της ανάκλησης των προϊόντων από τους καταναλωτές.
(3) Τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
(α)Την ένδειξη, πάνω στο προϊόν ή στη συσκευασία του, της ταυτότητας και των στοιχείων του παραγωγού, καθώς και των στοιχείων αναφοράς του προϊόντος ή, όπου εφαρμόζεται, της οικείας παρτίδας προϊόντων, εκτός αν η μη αναγραφή είναι δικαιολογημένη, και
(β)τη διενέργεια, στις περιπτώσεις όπου ενδείκνυται, δειγματοληπτικών δοκιμών στα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο, την εξέταση καταγγελιών και, εφόσον απαιτείται, την τήρηση μητρώου καταγγελιών καθώς και την ενημέρωση των διανομέων σχετικά με τον έλεγχο των προϊόντων.
(4) Oι ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) αναλαμβάνονται επί εθελοντικής βάσεως ή κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο (στ) του άρθρου 11.
(5) Η ανάκληση ενός προϊόντος εφαρμόζεται στην έσχατη περίπτωση, όταν οι άλλες ενέργειες δεν επαρκούν για την πρόληψη των ενδεχόμενων κινδύνων, όταν οι παραγωγοί την κρίνουν αναγκαία ή όταν επιβάλλεται τούτο κατόπιν μέτρων που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή. Η ανάκληση αυτή μπορεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των σχετικών κωδίκων καλής πρακτικής που εφαρμόζονται στη Δημοκρατία, εφόσον υπάρχουν τέτοιοι κώδικες.