34.-(1) Όταν η διάπραξη απ΄ οποιοδήποτε πρόσωπο αδικήματος κατά παράβαση του παρόντος Νόμου οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη που γίνεται από άλλο πρόσωπο κατά τη διεξαγωγή οποιασδήποτε επιχείρησής του, το άλλο αυτό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος και μπορεί να διωχθεί ποινικά και να τιμωρηθεί δυνάμει του εδαφίου αυτού, ανεξάρτητα αν ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη εναντίον του πρώτου αναφερόμενου προσώπου.
(2) Όταν νομικό πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου, (περιλαμβανομένης και της ενοχής αυτού δυνάμει του εδαφίου (1)), αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη η οποία αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή την ανοχή του ή ότι αυτή οφείλεται σε αμέλεια οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, τότε το πρόσωπο αυτό, καθώς και το νομικό πρόσωπο, είναι ένοχο του αδικήματος αυτού και υπόκειται σε ποινική δίωξη και τιμωρία ανάλογα.
(3) Όταν οι υποθέσεις ενός νομικού προσώπου διευθύνονται από τα μέλη του, το εδάφιο (2) εφαρμόζεται σε σχέση με τις πράξεις και τις παραλείψεις ενός μέλους αναφορικά με τις διευθυντικές του αρμοδιότητες ως εάν αυτό ήταν διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου.