35.-(1) Τηρουμένων των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε ποινική διαδικασία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα στο οποίο εφαρμόζεται το παρόν άρθρο, θα αποτελεί υπεράσπιση για το πρόσωπο αυτό αν αποδείξει ότι έλαβε κάθε λογικό μέτρο και άσκησε κάθε προσήκουσα επιμέλεια για την αποφυγή διάπραξης του αδικήματος.
(2) Όταν σ΄ οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για τέτοιο αδίκημα, η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) υπεράσπιση συνεπάγεται ισχυρισμό ότι η διάπραξη του αδικήματος οφείλεται -
(α)Σε πράξη ή παράλειψη άλλου. ή
(β)στο γεγονός ότι αυτό έχει βασιστεί σε πληροφορίες που παρέσχε άλλος, τότε το πρόσωπο αυτό δε δικαιούται, χωρίς άδεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, να επικαλεστεί την υπεράσπιση αυτή, εκτός εάν, τουλάχιστον επτά ημέρες πριν από την ακρόαση της υπόθεσης, έχει επιδώσει ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (3) στο πρόσωπο το οποίο κινεί την ποινική διαδικασία.
(3) Ειδοποίηση δυνάμει του παρόντος εδαφίου πρέπει να παρέχει τέτοιες πληροφορίες για την ταυτότητα ή την υποβοήθηση της εξακρίβωσης της ταυτότητας του προσώπου που διέπραξε την πράξη ή την παράλειψη ή που παρέσχε τις πληροφορίες που είναι στην κατοχή του επιδίδοντος την ειδοποίηση προσώπου κατά το χρόνο της επίδοσής της.
(4) Πρόσωπο δε δικαιούται να επικαλεστεί την υπεράσπιση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), με τη δικαιολογία ότι έχει βασιστεί σε πληροφορίες που παρέσχε άλλος, εκτός αν αποδείξει ότι ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις γι΄ αυτό να βασιστεί στις πληροφορίες, λαμβανομένων ιδιαίτερα υπόψη -
(α)Των μέτρων που αυτό το πρόσωπο έχει πάρει, καθώς και εκείνων που μπορούσαν εύλογα να έχουν ληφθεί, για το σκοπό επαλήθευσης των πληροφοριών. και
(β)του κατά πόσο αυτό το πρόσωπο είχε οποιοδήποτε λόγο να δυσπιστήσει προς τις πληροφορίες.
(5) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στα αδικήματα δυνάμει των άρθρων 5, 7, 8, 30(1), (2) ή (3) και 31.