17.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των εκδιδομένων δυνάμει αυτού διαταγμάτων ή των άρθρων 5, παράγραφοι 2, 6, 7, 8, 9, 10, 12, 16, 20 του Κανονισμού 561/2006 ή των άρθρων 3, παράγραφοι 1, 13, 14 παράγραφοι 1 και 2, 15 παράγραφοι 1, 2, 3, 4, 5, 7 και 8, 16 παράγραφοι 1, 2 και 3, εκτός του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3, του Κανονισμού 3821/85 ή του άρθρου 5, παράγραφοι 1, 2 και 4 του Κανονισμού 3820/85 του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 1985 για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών, ή επιτρέπει σε πρόσωπο που εργοδοτεί ή υπόκειται στις διαταγές του να προβαίνει σε τέτοια παράβαση, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο οδηγεί ή επιτρέπει την οδήγηση οχήματος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, στο οποίο δεν είναι τοποθετημένη πινακίδα τοποθέτησης και πινακίδα περιοδικού ελέγχου, όπως απαιτείται από τον Κανονισμό 3821/85, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Όταν νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα βάσει του παρόντος Νόμου, κάθε πρόσωπο που το αντιπροσωπεύει για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και κάθε διευθυντής ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ή διευθύνων σύμβουλος ή γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες στο παρόν εδάφιο ιδιότητες, που εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη η οποία συνιστά το αδίκημα, είναι, ταυτόχρονα με το νομικό πρόσωπο, ένοχο του αδικήματος αυτού και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο Νόμος αυτός για το εν λόγω αδίκημα.