11.-(1) Κάθε ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε καθορίσει με οδηγία της:
Νοείται ότι, για σκοπούς εποπτείας του ιδρύματος πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει, εξειδικεύει και διευκρινίζει με οδηγίες της κάθε θέμα σχετικό με τη σύνταξη οικονομικών καταστάσεων ως προς τις υπηρεσίες πληρωμών και ως προς άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες ασκεί το ίδρυμα πληρωμών.
(2) Ο ελεγκτής ιδρύματος πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην Κεντρική Τράπεζα κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά το ίδρυμα πληρωμών, των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχό του και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν-
(α) να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θέτουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν την παροχή υπηρεσιών πληρωμών∙
(β) να επηρεάσει τη συνεχή λειτουργία του ιδρύματος πληρωμών∙ ή
(γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.
(3) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (2) υποχρέωση ισχύει για ελεγκτή ιδρύματος πληρωμών όσον αφορά τα γεγονότα ή τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχο μιας επιχείρησης που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια που αποδίδεται στους όρους «στενοί δεσμοί» και «δεσμός ελέγχου», τηρουμένων των αναλογιών, στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου.
(4) Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας στην οποία τυχόν υπόκειται ελεγκτής ιδρύματος πληρωμών δεν θα θεωρείται ότι παραβιάζεται με την καλόπιστη γνωστοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα των πιο πάνω γεγονότων και αποφάσεων. Η γνωστοποίηση αυτή δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη του ελεγκτή.