10.-(1)(α) Τα ιδρύματα πληρωμών υποχρεούνται να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής. Όταν ένα τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα πληρωμών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του παρόντος άρθρου.
(β) Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο (α), αν το τμήμα χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής, κατά τα προβλεπόμενα στην εν λόγω παράγραφο, κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να προβλέπει ότι -
(i) το σχετικό ίδρυμα πληρωμών δύναται να αιτείται την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας ώστε οι απαιτήσεις διασφάλισης να αφορούν ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα πληρωμών, και
(ii) η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα εκτιμάται εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγίες-
(α) να καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(β) να περιορίζει την υποχρέωση διασφάλισης θέτοντας, κατά χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ανώτατο όριο μη διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(γ) να καθορίζει τους τρόπους διασφάλισης∙
(δ) να ορίζει ότι, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών διαλύεται ή/και τίθεται υπό εκκαθάριση, τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά διαχωρίζονται από την περιουσία του ιδρύματος πληρωμών και παραδίνονται στους δικαιούχους τους∙ και
(ε) να εξαιρεί από την υποχρέωση διασφάλισης τα ιδρύματα πληρωμών, τα οποία δεν ασκούν άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.