3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στις συμβάσεις πίστωσης εκτός από-
(α) τις συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται είτε με υποθήκη είτε με άλλη παρόμοια εγγύηση που επιβαρύνει ακίνητα περιουσιακά στοιχεία ή που εξασφαλίζονται βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα περιουσιακά στοιχεία·
(β) τις συμβάσεις πίστωσης, σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή διατήρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί ακίνητης ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου·
(γ) τις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των διακόσιων ευρώ (€200) ή μεγαλύτερο των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (€75.000)·
(δ) τις συμβάσεις μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης στις οποίες ούτε η ίδια η σύμβαση ούτε τυχόν άλλη αυτοτελής σύμβαση ορίζει υποχρέωση αγοράς του αντικειμένου της σύμβασης:
Νοείται ότι, η ύπαρξη υποχρέωσης αγοράς του αντικειμένου θεωρείται ότι υφίσταται όταν αποφασίζεται μονομερώς από τον πιστωτικό φορέα·
(ε) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (8) του άρθρου 6, τις συμβάσεις πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και στις οποίες η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός ενός (1) μηνός·
(στ) τις συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση χορηγείται άτοκα και χωρίς άλλες χρεώσεις καθώς και συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός τριών (3) μηνών και για τις οποίες η καταβλητέα χρέωση είναι μικρότερη των δέκα ευρώ (€10) ·
(ζ) τις συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση χορηγείται από εργοδότη στους εργαζομένους του ως δευτερεύουσα δραστηριότητα άτοκα ή με συνολικά ετήσια ποσοστά χρέωσης χαμηλότερα από εκείνα που επικρατούν στην αγορά και τα οποία δεν προσφέρονται γενικά στο κοινό·
(η) τις συμβάσεις πίστωσης, οι οποίες συνάπτονται με επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 του περί των Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή με πιστωτικά ιδρύματα όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου με σκοπό την παροχή της δυνατότητας στον επενδυτή να διενεργήσει συναλλαγή όσον αφορά μία ή περισσότερες από τις πράξεις, οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσδιορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του περί των Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όταν η επενδυτική επιχείρηση ή το πιστωτικό ίδρυμα που χορηγεί την πίστωση συμμετέχει στην εν λόγω συναλλαγή·
(θ) τις συμβάσεις πίστωσης που απορρέουν από διακανονισμό που επιτεύχθηκε ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής·
(ι) τις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν την προθεσμιακή εξόφληση υπάρχουσας οφειλής χωρίς χρεώσεις·
(ια) τις συμβάσεις πίστωσης, κατά τη σύναψη των οποίων ο καταναλωτής καλείται να καταθέσει εμπράγματη ασφάλεια στον πιστωτικό φορέα ως ενέχυρο και στις οποίες η ευθύνη του καταναλωτή περιορίζεται αυστηρά στο εν λόγω ενέχυρο·
(ιβ) τις συμβάσεις πίστωσης που σχετίζονται με δάνεια χορηγούμενα σε περιορισμένο κοινό δυνάμει νόμου για σκοπούς κοινής ωφελείας, με επιτόκιο χαμηλότερο από το συνήθως προτεινόμενο στην αγορά ή άτοκα ή με άλλους όρους, οι οποίοι είναι πιο ευνοϊκοί για τον καταναλωτή από αυτούς που επικρατούν στην αγορά και με επιτόκιο όχι υψηλότερο από αυτό που επικρατεί στην αγορά.
(2) Στην περίπτωση των συμβάσεων πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και όταν η πίστωση εξοφλείται όταν ζητηθεί ή εντός τριών (3) μηνών εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις του άρθρου 2, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 4, των παραγράφων (α) έως (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4, των άρθρων 6 έως 9, των εδαφίων (1), (2), (6) και (7) του άρθρου 10 και των άρθρων 12, 15, 17, 19 και 20 έως 33.
(3) Στην περίπτωση των συμβάσεων πίστωσης υπό μορφή υπέρβασης, εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 2, 18, και 21 έως 33.
(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5), στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης που συνάπτεται από οργανισμό,
(α) ο οποίος -
(i) ιδρύεται προς αμοιβαίο όφελος των μελών του·
(ii) δεν παράγει κέρδη για άλλα πρόσωπα πλην των μελών του·
(iii) πληροί κοινωνικό σκοπό σύμφωνα με τις διατάξεις νόμου με βάση τον οποίο εγκαθιδρύεται·
(iv) παραλαμβάνει και διαχειρίζεται τις αποταμιεύσεις των μελών του και παρέχει σ’ αυτά πιστώσεις· και
(v) παρέχει πίστωση βάσει συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου το οποίο είναι κατώτερο από αυτά που επικρατούν στην αγορά ή υπόκειται σε ανώτατο όριο, το οποίο καθορίζεται από νόμο, και
(β) μέλη του οποίου μπορούν να είναι μόνο πρόσωπα που κατοικούν ή εργάζονται σε συγκεκριμένη περιοχή ή υπάλληλοι και συνταξιούχοι πρώην υπάλληλοι συγκεκριμένου εργοδότη ή πρόσωπα τα οποία πληρούν άλλα κριτήρια οριζόμενα από το νόμο με βάση τον οποίο εγκαθιδρύεται ο οργανισμός ή άλλοι ανάλογοι οργανισμοί, ως βάση για την ύπαρξη κοινού δεσμού μεταξύ των μελών,
εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 2, 4, 6, 7, 9, των εδαφίων (1), (2), των παραγράφων (α) έως (η) και (ιβ) του εδαφίου (3) και του εδαφίου (6) του άρθρου 10 και των άρθρων, 11, 13 και 16 έως 33.
(5)(α) Στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης που συνάπτονται από οργανισμό κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (4) και εφόσον η συνολική αξία όλων των εν ισχύ συμβάσεων πίστωσης, οι οποίες έχουν συναφθεί από τον οργανισμό είναι ασήμαντη σε σχέση με τη συνολική αξία όλων των υφιστάμενων συμβάσεων πίστωσης που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία και η συνολική αξία όλων των υφιστάμενων συμβάσεων πίστωσης που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία από όλους τους ανάλογους οργανισμούς είναι μικρότερη του ένα τοις εκατόν (1%) της συνολικής αξίας όλων των υφιστάμενων συμβάσεων πίστωσης που έχουν συναφθεί στη Δημοκρατία, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(β) Η απόδειξη ισχύος των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) βαρύνει τον οργανισμό και τους ανάλογους οργανισμούς που επικαλούνται εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (α).
(γ) Η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) παύει να ισχύει όταν οι όροι εφαρμογής της δεν πληρούνται πλέον.
(6)(α) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β), στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης, στην οποία προβλέπεται ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής μπορούν να συνάψουν συμφωνία για προθεσμιακή καταβολή ή για τις μεθόδους εξόφλησης της πίστωσης, σε περίπτωση που ο καταναλωτής έχει ήδη καθυστερήσει την εξόφληση της αρχικής σύμβασης πίστωσης και όταν:
(i) τέτοιες διευθετήσεις δυνατόν να αποτρέψουν την ενδεχόμενη κίνηση νομικών διαδικασιών για την καθυστέρηση αυτή· και
(ii) ο καταναλωτής δεν υπόκειται, λόγω των διευθετήσεων αυτών, σε λιγότερο ευνοϊκούς όρους απ’ ότι με την αρχική σύμβαση πίστωσης,
εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις των άρθρων 2, 4, 6, 7, 9 των εδαφίων (1), (2) των παραγράφων (α) έως (θ), (ιβ) και (ιη) του εδαφίου (3) και του εδαφίου (6) του άρθρου 10 και των άρθρων 11, 13, 16 και 18 έως 33.
(β) Σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (2) εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις του εν λόγω εδαφίου.