29.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, οι παροχές που καταβάλλονται από κάθε Ταμείο καθορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του.
(2) Παροχές από Ταμείο δύνανται να καταβάλλονται μόνο σε μέλος του και τους νόμιμους κληρονόμους του μέλους-
(α) σε περίπτωση αφυπηρέτησης, που λαμβάνει χώρα όταν το μέλος υπερβεί την καθοριζόμενη από τους κανόνες λειτουργίας ηλικία,
(β) σε περίπτωση κατά την οποία το μέλος καθίσταται μόνιμα ανίκανο για την εργασία που εκτελεί,
(γ) σε περίπτωση θανάτου του μέλους,
(δ) σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης του μέλους, ή
(ε) σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου:
Νοείται ότι, όταν πρόκειται για μέλος Ταμείου, το οποίο λειτουργεί για μισθωτούς περισσοτέρων της μιας χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων, είτε της ίδιας είτε διαφορετικής οικονομικής δραστηριότητας, ο τερματισμός της απασχολήσεως του μέλους αυτού δεν θεμελιώνει δικαίωμα για παροχή δυνάμει της παραγράφου (δ), πριν την εκπνοή έξι (6) μηνών από τον τερματισμό της απασχόλησης του μέλους και εφόσον το μέλος δεν έχει στο μεταξύ απασχοληθεί σε άλλη από τις εν λόγω επιχειρήσεις.
(3) Καμιά μείωση συσσωρευμένων δικαιωμάτων από Ταμείο δεν επιτρέπεται, εκτός στην περίπτωση οικειοθελούς τερματισμού της απασχόλησης του μέλους πριν από τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών συνεχούς απασχόλησης με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση׃
Νοείται ότι, προκειμένου περί Ταμείου Προνοίας, απαγορεύεται η μείωση των συσσωρευμένων δικαιωμάτων τα οποία προκύπτουν από τις προσωπικές εισφορές του μέλους.
(4) Η μέθοδος υπολογισμού του ποσού της παροχής, η οποία καταβάλλεται από Ταμείο Προνοίας σε μέλος ή στους νόμιμους κληρονόμους του καθορίζεται με Κανονισμούς.