28.-(1) Κάθε χρηματοδοτούσα επιχείρηση καταβάλλει στο Ταμείο -
(α) κάθε ποσό το οποίο λήφθηκε ή παρακρατήθηκε από αυτήν ως εισφορά μέλους προς το Ταμείο αυτό·
(β) την καταβλητέα από αυτήν εισφορά αναφορικά προς την περίοδο για την οποία έλαβε ή παρακράτησε εισφορά μέλους.
(2) Όταν πρόκειται για Ταμείο που λειτουργεί για ελεύθερους επαγγελματίες, το μέλος καταβάλλει την εισφορά που ορίζουν οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.
(3) Ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής εισφορών προς το Ταμείο καθορίζεται με Κανονισμούς.
(4) Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου οφείλει να προβαίνει σε όλες τις πράξεις και να λαμβάνει όλα τα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και νομικών, προς είσπραξη τυχόν καθυστερημένων εισφορών.
(5) Όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση παραλείπει ή καθυστερεί την καταβολή εισφορών στο Ταμείο, η Διαχειριστική Επιτροπή υποχρεούται το αργότερο σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής των εισφορών να ειδοποιήσει γραπτώς τον Έφορο γνωστοποιώντας του την περίοδο για την οποία οφείλονται οι εισφορές και το υπολογιζόμενο ποσό τους.
(6) Η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή ο ελεύθερος επαγγελματίας, ανάλογα με την περίπτωση, επιβαρύνεται με πρόσθετη εισφορά υπολογιζόμενη πάνω στο ποσό των καθυστερημένων εισφορών με επιτόκιο ίσο προς το νόμιμο τόκο από τη λήξη της προς καταβολή των εισφορών προθεσμίας:
Νοείται ότι οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου επιτρέπεται να προβλέπουν για ψηλότερο επιτόκιο.
(7) Σε περίπτωση παρατεταμένης ή επαναλαμβανόμενης παράλειψης ή άρνησης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης να καταβάλει τις εισφορές που οφείλει δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του οικείου Ταμείου, ο Έφορος, αφού ειδοποιήσει τη Διαχειριστική Επιτροπή για την πρόθεσή του, δύναται να διατάσσει την επιχείρηση αυτή να διακόψει την παρακράτηση εισφορών από τις αποδοχές των μελών. Κανονισμοί προβλέπουν για τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα μέλη δύνανται να καταβάλλουν τις προσωπικές τους εισφορές απευθείας στο Ταμείο.