3. (1) Η Επιτροπή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να αποφασίζει τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, με γνώμονα την καλύτερη επίτευξη των πιο κάτω στόχων:
(α) Τη συνέχιση προσφοράς κρίσιμων τραπεζικών ή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών,
(β) την πρόληψη δημιουργίας ή εξάπλωσης κινδύνων που πιθανόν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, εντός ή και εκτός της Δημοκρατίας,
(γ) τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοοικονομικό σύστημα,
(δ) την προστασία των δημόσιων πόρων αποτρέποντας επηρεαζόμενα ιδρύματα από το να βασίζονται σε δημόσια στήριξη για τη διάσωσή τους,
(ε) την προστασία των καταθετών που καλύπτονται από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων,
(στ) την ελαχιστοποίηση του κόστους εξυγίανσης για τους φορολογούμενους,
(ζ) την προαγωγή της δημοσίας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
(2) Κατά τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), εφαρμόζονται οι πιο κάτω γενικές αρχές:
(α) Οι μέτοχοι ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης,
(β) οι πιστωτές ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται τις ζημιές μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων τους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4,
(γ) εκτός όπου προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, ή εφόσον συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι πιστωτές της ίδιας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης,
(δ) οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση,
(ε) δύναται να αντικαθίσταται η ανώτατη εκτελεστική διεύθυνση του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(στ) τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται ζημιές ανάλογες, με την ατομική ευθύνη που φέρουν για τους λόγους που έθεσαν το ίδρυμα σε εκκαθάριση, βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου,
(ζ) η επέμβαση επί των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν υπερβαίνει πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων,
(η) δεν δημιουργείται σύγκρουση με το κοινοτικό πλαίσιο για τις δημόσιες ενισχύσεις και τους κανόνες ανταγωνισμού: