22.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(2) Η αρχή εξυγίανσης όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών στα εν λόγω κράτη μέλη, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζει την αξιολόγηση που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 19 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνει σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλα τα ιδρύματα που συμμετέχουν στον όμιλο.
(3) Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει έκθεση που λαμβάνει από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στις θυγατρικές του ομίλου στη Δημοκρατία.
(4) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, η εν λόγω επιχείρηση δύναται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.
(5) Η αρχή εξυγίανσης όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξει στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης σε κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών του ομίλου στα εν λόγω κράτη μέλη, μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από την αρχή προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων στη Δημοκρατία και σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.
(6)(α) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας του εδαφίου (4), αναλόγως με το ποια ημερομηνία προηγείται.
(β) Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και περιλαμβάνεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ζητήσει από την ΕΑΤ να βοηθήσει στην επίτευξη κοινής συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(7)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε επίπεδο ομίλου για τον περιορισμό ή την εξάλειψη των εμποδίων για την εξυγίανση του ομίλου.
(β) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20(5)(ζ), (η) ή (ια) του παρόντος Νόμου, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010∙ η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει ζήτημα κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο και όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σημαντικού υποκαταστήματος ή μητρικής επιχείρησης της ΕΕ∙ ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου:
(8)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής λαμβάνει η ίδια αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λάβουν σε ατομικό επίπεδο οι θυγατρικές εγκατεστημένες στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 20(4).
(β) Η απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου και η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφαση της στη σχετική θυγατρική και στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(γ) Σε περίπτωση που, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ αίτημα για βοήθεια σχετικά με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20(5)(ζ), (η) ή (ια) του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010 η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ· ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.
(9) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (6) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (7) αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης.