21.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(2) Η αρχή εξυγίανσης, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στο βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζει την αξιολόγηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 19 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνει σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όσον αφορά-
(α) την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα και αποτελούν μέρος του ομίλου·
(β) την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους σε κράτη μέλη, οι οποίες είναι οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και αποτελούν μέρος του ομίλου.
(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 25, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές και στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα.
(β) Η έκθεση συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών και αναλύει τα ουσιαστικά εμπόδια που παρεμβάλλονται στην αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και στην άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τον όμιλο και επίσης όσον αφορά ομίλους εξυγίανσης όποτε ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης.
(γ) Η έκθεση εξετάζει τον αντίκτυπο στο επιχειρησιακό μοντέλο του ομίλου και προτείνει αναλογικά και στοχοθετημένα μέτρα τα οποία, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης, είναι αναγκαία ή ενδεδειγμένα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.
(δ) Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στην κατάσταση οντότητας του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 17, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την αξιολόγηση του εν λόγω εμποδίου στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους στο οποίο υφίσταται η οντότητα εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται ιδρύματά της.
(4)(α) Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.
(β) Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στην κατάσταση οντότητας ομίλου που αναφέρεται στο άρθρου 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 17, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του άρθρου 25Δ ή 25Ε του παρόντος νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45ε ή 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(γ) Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.
(δ) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το ουσιαστικό εμπόδιο.
(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στο βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα.
(β) Η αρχή εξυγίανσης καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να καταλήξει στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης σε κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από τις αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, και λαμβάνουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων στη Δημοκρατία και σε όλα τα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος.
(6)(α) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
(β) Εάν η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδάφιου (4).
(γ) Η κοινή απόφαση σχετικά με το εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης που οφείλεται σε κατάσταση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β), λαμβάνεται εντός δύο (2) εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.
(δ) Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και παρουσιάζεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
(ε) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ για την κατάληξη κοινής συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 31, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(7)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε επίπεδο ομίλου.
(β) Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών. Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
(γ) Εάν, κατά το τέλος της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, κάποια αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ ζήτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (9), σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.
(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός (1) μηνός επί παραπομπής ζητήματος από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(7Α)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνουν και κοινοποιούνται σε αυτή από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των οικείων οντοτήτων εξυγίανσης σχετικά με τη λήψη των μέτρων σύμφωνα με το Άρθρο 17, παράγραφος 4 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης:
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, να παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙ η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙ το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση.
(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από την αρχή εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
(8)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση, η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνουν και κοινοποιούνται σε αυτή από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, στα οποία υφίστανται θυγατρικές που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που οι θυγατρικές πρέπει να λάβουν σε ατομικό επίπεδο σύμφωνα με το Άρθρο 17, παράγραφος 4 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ:
(β) Η αρχή εξυγίανσης, δύναται κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, να παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (10) του παρόντος άρθρου στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση.
(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός (1) μηνός επί παραπομπής ζητήματος από την αρχή εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.
(9) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (6) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (7) αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης.
(10) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση σε σχέση με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20(5) (ζ), (η) ή (ια) του παρόντος Νόμου, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί για βοήθεια στην ΕΑΤ, για την κατάληξη συμφωνίας του σώματος εξυγίανσης, όπως ορίζεται το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.