22.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης δεν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(2) Η αρχή εξυγίανσης όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζει την αξιολόγηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 19 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνει σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα και αποτελούν μέρος του ομίλου.
(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει, στις θυγατρικές του ομίλου στη Δημοκρατία, έκθεση την οποία λαμβάνει από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το Άρθρο 18, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(β) Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στην κατάσταση οντότητας του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) και είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, η αρχή εξυγίανσης διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου πριν η τελευταία κοινοποιήσει την αξιολόγηση του εν λόγω εμποδίου στην μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
(4)(α) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση της ΕΕ είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, η εν λόγω μητρική επιχείρηση δύναται, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.
(β) Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στην κατάσταση οντότητας ομίλου στη Δημοκρατία που αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή/και στην κατάσταση οντότητας σε κράτος μέλος η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 17, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ, σε περίπτωση που είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 18, παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, του της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου μέσω της αρχής εξυγίανσης, ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του 25Δ ή 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45ε ή 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα Άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(γ) Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο (β) λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.
(5) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ή αρχή εξυγίανσης οντότητας εξυγίανσης, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξει στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης σε κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία υφίστανται θυγατρικές του ομίλου, μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και των μέτρων που απαιτούνται από τις αρχές προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων στη Δημοκρατία και σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.
(6)(α) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
(β) Εάν η μητρική επιχείρηση της Ένωσης δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(γ) Η κοινή απόφαση σχετικά με το εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης που οφείλεται σε κατάσταση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 20(3)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 17, παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ λαμβάνεται εντός δύο (2) εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ σύμφωνα με το Άρθρο 18, παράγραφος 3 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(δ) Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και παρουσιάζεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
(ε) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ για την κατάληξη κοινής συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 31, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(7)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε επίπεδο ομίλου για τον περιορισμό ή την εξάλειψη των εμποδίων για την εξυγίανση του ομίλου.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει στην ΕΑΤ κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010. η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.
(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από την αρχή εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση.
(7Α)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή οντότητας εξυγίανσης, λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρου 20(4) σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης.
(β) Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών άλλων οντοτήτων του ιδίου ομίλου εξυγίανσης και της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου· η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη σχετική οντότητα εξυγίανσης και στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(γ) Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, μια αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.
(8)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, λαμβάνει η ίδια αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λάβουν σε ατομικό επίπεδο οι θυγατρικές εγκατεστημένες στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 20(4).
(β) Η απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των οντοτήτων του ομίλου. η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη σχετική θυγατρική, στην οντότητα εξυγίανσης του ομίλου εξυγίανσης, στην αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(γ) Εάν, κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), κάποια αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ζήτημα που αναφέρεται στο Άρθρο 18, παράγραφος 9 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός επί παραπομπής ζητήματος από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ), εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.
(9) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (6) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (7) αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης.