21.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλου, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(2) Η αρχή εξυγίανσης από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζει την αξιολόγηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 19 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνει σε κάθε εύλογη ενέργεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εν λόγω αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε σχέση με όλα τα ιδρύματα που συμμετέχουν στον όμιλο.
(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 25, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών και στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.
(β) Η έκθεση συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών και αναλύει τα ουσιαστικά εμπόδια στην αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και στην άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τον όμιλο.
(γ) Η έκθεση εξετάζει τον αντίκτυπο στο επιχειρησιακό μοντέλο του ιδρύματος και προτείνει αναλογικά και στοχοθετημένα μέτρα τα οποία, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης, είναι αναγκαία ή ενδεδειγμένα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.
(4) Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.
(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα.
(β) Η αρχή εξυγίανσης καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξει στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης σε κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από την αρχή προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.
(6)(α) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ ή από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας του εδαφίου (4), αναλόγως με το ποια ημερομηνία προηγείται.
(β) Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και περιλαμβάνεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ για την κατάληξη κοινής συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(7)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 20(4) σε επίπεδο ομίλου.
(β) Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης· η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
(γ) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει στην ΕΑΤ ζήτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (9), σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ· ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(8) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης ζητά από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών να της διαβιβάσουν τις αποφάσεις σχετικά με τα μέτρα που θα λάβουν στις οντότητες υπό την δικαιοδοσία τους σε ατομικό επίπεδο.
(9) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (6) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (7) αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την αρχή εξυγίανσης.
(10) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση σε σχέση με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 20(5) (ζ), (η) ή (ια) του παρόντος Νόμου, η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί για βοήθεια στην ΕΑΤ, για την κατάληξη συμφωνίας του σώματος εξυγίανσης, όπως ορίζεται το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.