27.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για τον καθορισμό και την εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης σε ενοποιημένη βάση, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης οντότητας ομίλου.
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής, καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένες θυγατρικές του ομίλου σχετικά με το ύψος της ελάχιστης απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο:
(β) Η κοινή απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ.
(γ) Ελλείψει κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, εφαρμόζεται η απόφαση που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου για την ενοποιημένη ελάχιστη απαίτηση, κατόπιν δέουσας συνεκτίμησης της αξιολόγησης από την αρχή εξυγίανσης των θυγατρικών στη Δημοκρατία.
(δ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου το ζήτημα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010∙ η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ κατά τα προβλεπόμενα στη παρούσα παράγραφο και όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σημαντικού υποκαταστήματος ιδρύματος του ομίλου σε κράτος μέλος ή της μητρικής επιχείρησης της ΕΕ∙ ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου:
(ε) Η κοινή απόφαση και, ελλείψει κοινής απόφασης, η απόφαση που λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης.
(3)(α) Με την επιφύλαξη του άρθρου 25(8), η αρχή εξυγίανσης, όταν αυτή ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής από κοινού με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένες θυγατρικές του ομίλου, ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις που ισχύουν για τις θυγατρικές του ομίλου σε ατομική βάση.
(β) Οι εν λόγω ελάχιστες απαιτήσεις ορίζονται σε επίπεδο κατάλληλο για κάθε θυγατρική, λαμβάνοντας υπόψη -
(i) Τα κριτήρια του άρθρου 25(4), ιδιαίτερα το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο και το προφίλ κινδύνου της θυγατρικής, περιλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων της· και
(ii) την ενοποιημένη απαίτηση που έχει οριστεί για τον όμιλο δυνάμει του εδαφίου (2).
(γ) Η αρχή εξυγίανσης καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε ατομική βάση σχετικά με το επίπεδο της ελάχιστης απαίτησης που ισχύει για κάθε αντίστοιχη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.
(δ) Η κοινή απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και κοινοποιείται από την αρχή εξυγίανσης στις θυγατρικές εγκατεστημένες στη Δημοκρατία.
(ε) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) μηνών, η απόφαση για τις οντότητες του ομίλου εγκατεστημένες στη Δημοκρατία λαμβάνεται από την αρχή εξυγίανσης, η οποία συνεκτιμά δεόντως τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(στ) Σε περίπτωση που, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ· ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.
(ζ) Οι κοινές αποφάσεις και, ελλείψει κοινής απόφασης, κάθε απόφαση που λαμβάνεται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης.
(η) Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.