8.-(1)Μέλος της Αστυνομίας το οποίο, χωρίς να εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε πράξεις σχετικές με διαφθορά και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, παρέχει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου ή στην κατά περίπτωση αρμόδια αρχή, πληροφορίες, που καλόπιστα και εύλογα πιστεύει ότι τείνουν να αποκαλύψουν ότι διαπράχθηκε ή διαπράττεται ή πρόκειται να διαπραχθεί οποιοδήποτε αδίκημα διαφθοράς ή δύνανται οι πληροφορίες αυτές να αποκαλύψουν οποιαδήποτε άλλη πράξη εν δυνάμει διαφθοράς, προστατεύεται, όπως προνοείται στα επόμενα εδάφια.
(2) (α)Η ταυτότητα μέλους που ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή οποιοδήποτε στοιχείο που τείνει να τον ταυτοποιήσει, καθώς και το περιεχόμενο ή μέρος του περιεχομένου της πληροφορίας ή τυχόν έγγραφης αναφοράς του, δεν δημοσιεύεται ούτε αποκαλύπτεται με οποιοδήποτε τρόπο, εκτός μόνο σε περίπτωση συγκατάθεσής του.
(β) Κάθε μέλος της Αστυνομίας ή της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου ή άλλο πρόσωπο που παραβαίνει την υποχρέωση μη δημοσίευσης ή αποκάλυψης ως ανωτέρω, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια, ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Μέλος της Αστυνομίας που ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1), δεν δύναται να θεωρηθεί ότι παραβίασε οποιανδήποτε υποχρέωση ή κανόνα ή διάταξη ή οδηγία για εμπιστευτικότητα ή εχεμύθεια και δεν υπέχει ποινική, πειθαρχική ή αστική ευθύνη για την αποκάλυψη.
(4) Η μετάθεση, η απόσπαση, η μετακίνηση, η μείωση των καθηκόντων, η μείωση της αξιολόγησης ή της υπηρεσιακής βαθμολογίας ή η μη παροχή ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης ή επιμόρφωσης μέλους της Αστυνομίας που ενήργησε σύμφωνα με το εδάφιο (1), συνιστά εκδικητικό μέτρο, εκτός αν η αρμόδια διεύθυνση, υπηρεσία ή μονάδα της Αστυνομίας, αποδείξει ότι το μέτρο δεν οφείλεται ή δεν συνδέεται με την αποκάλυψη.