19.-(1) Σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου, γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου·
(β) περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που θα χρησιμοποιεί ο αντιπρόσωπος για να τηρεί τις υποχρεώσεις του σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως προβλέπεται στον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο, οι οποίοι πρέπει να ενημερώνονται πάραυτα, σε περίπτωση που γίνονται ουσιαστικές αλλαγές στα στοιχεία που διαβιβάζονται με την αρχική κοινοποίηση·
(γ) την ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων διαχείρισης του αντιπροσώπου που θα χρησιμοποιηθεί για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και, για τους αντιπροσώπους που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, αποδείξεις καταλληλότητας και εντιμότητας αυτών·
(δ) τις υπηρεσίες πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών που έχουν ανατεθεί στον αντιπρόσωπο·
(ε) όπου ενδείκνυται, τον μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό ή αριθμό του αντιπροσώπου.
(2) Μέσα σε δύο (2) μήνες από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει το ίδρυμα πληρωμών κατά πόσο ο αντιπρόσωπος καταχωρίστηκε στο μητρώο που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 14(1) και με την καταχώριση στο μητρώο ο αντιπρόσωπος επιτρέπεται να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού εγγράψει τον αντιπρόσωπο στο μητρώο, δύναται εάν θεωρεί ότι τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν δυνάμει του εδαφίου (1) δεν είναι ορθά, να προβαίνει σε περαιτέρω ενέργειες για να τα επαληθεύει.
(4) Σε περίπτωση που μετά την επαλήθευση, η Κεντρική Τράπεζα δεν πείθεται ότι τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν βάσει του εδαφίου (1) είναι ορθά, δεν εγγράφει τον αντιπρόσωπο στο μητρώο που διατηρεί βάσει του άρθρου 14(1) και ενημερώνει σχετικά το ίδρυμα πληρωμών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(5) Σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών σε άλλο κράτος μέλος με την πρόσληψη αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος, ακολουθεί τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 29.
(6) Σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέσει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε τρίτους, εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, ενημερώνει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης αυτού.
(7) Η ανάθεση σημαντικών λειτουργικών δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς φορείς, περιλαμβανομένων των πληροφοριακών συστημάτων, απαγορεύεται να γίνεται με τρόπο που βλάπτει ουσιαστικά την ποιότητα των εσωτερικών ελέγχων του ιδρύματος πληρωμών και την ικανότητα της Κεντρικής Τράπεζας να παρακολουθεί και να εξακριβώνει τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με όλες τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο.
(8) Για τους σκοπούς του εδαφίου (7), μια λειτουργική δραστηριότητα θεωρείται σημαντική στην περίπτωση που η πλημμελής εκτέλεση ή η παράλειψή της θα έβλαπτε ουσιαστικά τη συνεχή συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις απαιτήσεις της άδειάς του η οποία ζητήθηκε δυνάμει του παρόντος Μέρους ή τις λοιπές υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή τις οικονομικές του επιδόσεις ή την ευρωστία ή τη συνέχεια των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει.
(9) Στην περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών αναθέτει σε εξωτερικούς φορείς σημαντικές λειτουργικές δραστηριότητες, το εν λόγω ίδρυμα πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτους δεν πρέπει να οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διοικητικών στελεχών∙
(β) δεν πρέπει να μεταβάλλονται η σχέση και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος πληρωμών έναντι των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του παρόντος Νόμου∙
(γ) δεν πρέπει να θίγονται οι όροι που οφείλει να πληροί το ίδρυμα πληρωμών, προκειμένου να λάβει και διατηρήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το παρόν Μέρος∙
(δ) δεν πρέπει να καταργείται ούτε να τροποποιείται οποιοσδήποτε από τους άλλους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας του ιδρύματος πληρωμών.
(10) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να μεριμνά, ώστε οι αντιπρόσωποι ή τα υποκαταστήματά του που ενεργούν εξ ονόματός του να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών.
(11) Ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, οποιαδήποτε αλλαγή σχετικά με τη χρήση-
(α) Των οντοτήτων στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση, και,
(β) σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2), (3) και (4), των αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων αντιπροσώπων.