18.-(1) Τα ιδρύματα πληρωμών, εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, επιτρέπεται να ασκούν τις ακόλουθες δραστηριότητες:
(α) Παροχή λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, όπως εξασφάλιση της εκτέλεσης των πράξεων πληρωμής, υπηρεσίες συναλλάγματος, υπηρεσίες φύλαξης, καθώς και αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων∙
(β) λειτουργία συστημάτων πληρωμών, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 35·
(γ) επιχειρηματικές δραστηριότητες πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του δικαίου του κράτους μέλους όπου λαμβάνει χώρα η δραστηριοποίηση.
(2) Σε περίπτωση που τα ιδρύματα πληρωμών παρέχουν μία ή περισσότερες υπηρεσίες πληρωμών, επιτρέπεται να τηρούν μόνο λογαριασμούς πληρωμών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πράξεις πληρωμής.
(3) Η παραλαβή από τα ιδρύματα πληρωμών τυχόν χρηματικών ποσών από τους χρήστες, με σκοπό να τους παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 3(1) και (4) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ούτε ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2(1) του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου.
(4) Τα ιδρύματα πληρωμών απαγορεύεται να ασκούν κατ’ επάγγελμα τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 3(1) και (4) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.
(5) Τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να παρέχουν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 4 ή 5 του Παραρτήματος Ι, μόνο αν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η πίστωση είναι επικουρική και χορηγείται αποκλειστικά σε συνδυασμό με την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής∙
(β) ανεξάρτητα από τους κανόνες του οικείου κράτους μέλους για τη χορήγηση πιστώσεων μέσω πιστωτικών καρτών, η πίστωση που χορηγείται σε συνδυασμό με πληρωμή που εκτελείται σύμφωνα με το άρθρο 11(9) και το άρθρο 29 αποπληρώνεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τους δώδεκα (12) μήνες·
(γ) η πίστωση δεν χορηγείται από χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί ή κρατούνται για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής·
(δ) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών είναι πάντοτε, κατά την κρίση της εποπτικής αρχής, κατάλληλα ενόψει της συνολικής χορηγούμενης πίστωσης.
(6) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου ή άλλων σχετικών διατάξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του οικείου κράτους μέλους που αφορούν μη εναρμονισμένες διά του παρόντος Νόμου προϋποθέσεις χορήγησης πιστώσεων στους καταναλωτές οι οποίες συνάδουν με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.