17.-(1) Κατ’ αναλογίαν επί των ιδρυμάτων πληρωμών, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
(α) Η Οδηγία 86/635/ΕΟΚ∙
(β) τα άρθρα 118 έως και 122, το άρθρο 141A, οι παράγραφοι (β), (γ), (γΑ) και (γΒ) του εδαφίου (1), οι παράγραφοι (βΑ) και (δ) του εδαφίου (3) και το εδάφιο (4) του άρθρου 142, οι παράγραφοι (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 150, οι παράγραφοι (β) έως (ε), οι υποπαραγράφοι (i) έως (v) της παραγράφου (στ) και οι παράγραφοι (η) έως (κ) του εδαφίου (1), οι υποπαραγράφοι (i), (ii), (iii), (iv) και (v) της παραγράφου (α) και οι παράγραφοι (β) έως (στ) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 151, το άρθρο 152 και το εδάφιο (1) του άρθρου 152Α του περί Εταιρειών Νόμου∙
(γ) το άρθρο 69 του περί Ελεγκτών Νόμου∙
(δ) ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.
(2) Οι ετήσιοι και ενοποιημένοι λογαριασμοί των ιδρυμάτων πληρωμών ελέγχονται από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία κατά την έννοια του περί Ελεγκτών Νόμου, σε περίπτωση που δεν εξαιρούνται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου και, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.
(3) Τα ιδρύματα πληρωμών, για σκοπούς εποπτείας, καταρτίζουν και υποβάλλουν στην Κεντρική Τράπεζα οικονομικές καταστάσεις με χωριστές λογιστικές πληροφορίες για τις υπηρεσίες πληρωμών και για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 18(1), οι οποίες υπόκεινται σε έκθεση ελεγκτή, η οποία εκπονείται, κατά περίπτωση, από τους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία:
(4) Οι υποχρεώσεις εκ του άρθρου 28(3) και (3Α) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου εφαρμόζονται, κατ’ αναλογίαν, επί των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων των ιδρυμάτων πληρωμών όσον αφορά τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών.