15.-(1) Εξαρτώμενος εθελοντή πυροσβέστη, ενόσω ούτος εκτελούσε καθήκον ή υπηρεσία που του είχε ανατεθεί, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. και
(α) απεβίωσε λόγω τραύματος που υπέστη με οποιονδήποτε τρόπο·
(β) τραυματίστηκε με οποιονδήποτε τρόπο και ως αποτέλεσμα του τραυματισμού αυτού απεβίωσε σε μεταγενέστερο χρόνο·
(γ) απεβίωσε ύστερα από ασθένεια από την οποία προσβλήθηκε κατά την εκτέλεση καθήκοντος ή υπηρεσίας και η ασθένεια οφειλόταν άμεσα σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια συναρτώμενη με το εν λόγω καθήκον ή υπηρεσία· ή
(δ) εξαφανίστηκε κατά την εκτέλεση του ανωτέρω καθήκοντος ή υπηρεσίας·
λαμβάνει αποζημίωση το ύψος και ο τρόπος καταβολής της οποίας αποφασίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο στη βάση των δεδομένων εκάστης περίπτωσης.
(2) Εθελοντής πυροσβέστης, ο οποίος κατέστη ανίκανος να ασκήσει τη συνήθη εργασία του ή οποιαδήποτε εργασία ένεκα τραυμάτων που υπέστη ή ασθένειας από την οποία προσβλήθηκε ενώ εκτελούσε καθήκον ή υπηρεσία που του ανατέθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λαμβάνει εν ζωή και, σε περίπτωση θανάτου του, τα εξαρτώμενά του, αποζημίωση το ύψος και ο τρόπος καταβολής της οποίας αποφασίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο στη βάση των δεδομένων εκάστης περίπτωσης, λαμβανομένων υπόψη των απωλειών που ο εθελοντής πυροσβέστης υφίσταται λόγω των τραυμάτων που υπέστη ή της ασθένειας από την οποία προσβλήθηκε.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «εξαρτώμενος» σημαίνει σύζυγο, τέκνο ή γονέα του εθελοντή πυροσβέστη εξαρτωμένου από τις απολαβές αυτού κατά το χρόνο του θανάτου ή της εξαφάνισής του ή δυνητικά εξαρτωμένου κατά τη φυσική πορεία των πραγμάτων, εφόσον ο αποβιώσας ή εξαφανισθείς ευρίσκετο εν ζωή ή δεν αγνοείτο και, σε περίπτωση αγάμου, περιλαμβάνει τα αδέλφια αυτού.