Ανάκληση της άδειας λειτουργίας

9.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα έχει την εξουσία εποπτείας, διεξαγωγής ερευνών και επιβολής κυρώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, προκειμένου να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγηθεί σε διαχειριστή πιστώσεων.

(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) άδεια λειτουργίας ανακαλείται σε περίπτωση κατά την οποία διαχειριστής πιστώσεων-

(α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγησή της,

(β) παραιτείται ρητώς από την άδεια λειτουργίας,

(γ) έπαυσε να ασκεί τις δραστηριότητες διαχειριστή πιστώσεων για περίοδο μεγαλύτερη των δώδεκα (12) μηνών,

(δ) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

(ε) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6 και κατά περίπτωση στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 7,

(στ) διαπράττει σοβαρή παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων, περιλαμβανομένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή άλλων κανόνων προστασίας των καταναλωτών, περιλαμβανομένων και των κανόνων του κράτους μέλους υποδοχής και του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση.

(3) Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει πάραυτα τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής εάν ο διαχειριστής πιστώσεων παρέχει υπηρεσίες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14, καθώς και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, σε περίπτωση κατά την οποία διαφέρει από το κράτος μέλος υποδοχής και δεν είναι η Δημοκρατία.