Διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας σε διαχειριστές πιστώσεων

8.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή για υποβολή αίτησης για εξασφάλιση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής και στην οποία ο εν λόγω διαχειριστής πιστώσεων υποβάλλει αίτηση και παρέχει κάθε απαραίτητη πληροφορία για να εξακριβώσει κατά πόσο πληροί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 6 και, κατά περίπτωση, της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 7.

(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση άδειας λειτουργίας διαχειριστή πιστώσεων, συνοδεύεται από τα ακόλουθα:

(α) Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το νομικό καθεστώς του αιτητή και αντίγραφο της πράξης σύστασής του και του καταστατικού της εταιρείας·

(β) τη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του αιτητή·

(γ) τα στοιχεία ταυτότητας των μελών των οργάνων διοίκησης ή διεύθυνσης του αιτητή και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

(δ) αποδεικτικά στοιχεία ότι ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·

(ε) αποδεικτικά στοιχεία ότι τα πρόσωπα που κατέχουν ειδική συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·

(στ) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το οργανωτικό πλαίσιο διακυβέρνησης και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·

(ζ) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·

(η) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις εσωτερικές διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·

(θ) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·

(ι) κατά περίπτωση, αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη χωριστού λογαριασμού που τηρεί σε πιστωτικό ίδρυμα υπό μορφή λογαριασμού πελατών (client's account), όπως προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 7·

(ια) τυχόν συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης, όπως προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 13.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα εξετάζει την αίτηση άδειας λειτουργίας εντός σαράντα πέντε (45) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της, νοουμένου ότι αυτή είναι πλήρης.

(4) Εντός ενενήντα (90) ημερών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης ή, εάν η αίτηση θεωρηθεί ελλιπής από την παραλαβή των απαιτούμενων πληροφοριών, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τον αιτητή εάν η αίτηση για άδεια λειτουργίας εγκρίθηκε ή απορρίφθηκε και σε περίπτωση απόρριψης αιτιολογεί την απόρριψη.

(5) Σε περίπτωση μη έκδοσης απόφασης εντός του καθορισμένου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) χρονικού περιθωρίου ή σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, ο αιτητής έχει δικαίωμα προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 146 του Συντάγματος.

(6) Σε περίπτωση κατά την οποία αγοραστής πιστώσεων ή αντιπρόσωπος αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, καλείται να ορίσει, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18, διαχειριστή πιστώσεων ή οντότητα που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 και επιλέγει να διαχειριστεί και να επιβάλει ο ίδιος τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα δικαιώματα του πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, ο αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπος αυτού θεωρείται διαχειριστής πιστώσεων και υποχρεούται όπως αιτηθεί και λάβει άδεια διαχειριστή πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(7) Στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο (6), ο αδειοδοτημένος ως διαχειριστής πιστώσεων, αγοραστής πιστώσεων ή ο αντιπρόσωπος αυτού, δύναται να διαχειρίζεται τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, σε σχέση με συμβάσεις πίστωσης που δεν ανήκουν στον ίδιο ως πιστωτή.