16.-(1) Το πιστωτικό ίδρυμα, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17, παρέχει κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων στον υποψήφιο αγοραστή πιστώσεων την αναγκαία πληροφόρηση, τηρουμένης της αρχής της ελαχιστοποίησης των δεδομένων του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων, σχετικά με τα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης και, όπου εφαρμόζεται, και τις συναφείς εγγυήσεις, προκειμένου ο υποψήφιος αγοραστής πιστώσεων να είναι σε θέση να διενεργήσει τη δική του αποτίμηση όσον αφορά την αξία των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης και τις πιθανότητες ανάκτησης της αξίας της εν λόγω σύμβασης, προτού συνάψει σύμβαση για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων του εν λόγω πιστωτή που απορρέουν από τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, εξασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία των πληροφοριών που γνωστοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα και της εμπιστευτικότητας των επιχειρηματικών δεδομένων.
(1Α) Ο αναφερόμενος στο εδάφιο (1) υποψήφιος αγοραστής πιστώσεων, διασφαλίζει την προστασία όλων των πληροφοριών που λαμβάνει από το πιστωτικό ίδρυμα, την εμπιστευτικότητα των επιχειρηματικών δεδομένων και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων και τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(2) Τα πιστωτικά ιδρύματα που μεταβιβάζουν σε αγοραστή πιστώσεων τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης και για τα οποία η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος υποδοχής, γνωστοποιούν σε εξαμηνιαία βάση στην Κεντρική Τράπεζα και στην αρμόδια αρχή που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI) του αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ή, εάν ο εν λόγω αναγνωριστικός κωδικός δεν υπάρχει, τα ακόλουθα:
(i) τα στοιχεία ταυτότητας του αγοραστή πιστώσεων ή των μελών του διευθυντικού ή διοικητικού οργάνου του αγοραστή πιστώσεων και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στον αγοραστή πιστώσεων, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
(ii) τη διεύθυνση του αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20·
(β) το συγκεντρωτικό υπόλοιπο των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή των ίδιων των μη εξυπηρετούμενων συμβάσεων πίστωσης που μεταβιβάστηκαν·
(γ) τον αριθμό και το μέγεθος των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή των ίδιων των μη εξυπηρετούμενων συμβάσεων πίστωσης που μεταβιβάστηκαν·
(δ) κατά πόσον η μεταβίβαση περιλαμβάνει τα δικαιώματα του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή τις ίδιες τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης που έχουν συναφθεί με καταναλωτές και τα είδη των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης, όπου εφαρμόζεται.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, δύναται να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος υποδοχής, να παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) σε τριμηνιαία βάση, όποτε το κρίνει αναγκαίο, μεταξύ άλλων για την καλύτερη παρακολούθηση μεγάλου αριθμού μεταβιβάσεων που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια περιόδου κρίσης.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει, χωρίς καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (3), καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που κρίνει αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του αγοραστή πιστώσεων.
(5) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) έως (4) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 2016/679 και (ΕΕ) αριθ. 2018/1725 και τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.