7.-(1) Διαχειριστής πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων στο έδαφος της Δημοκρατίας, επιτρέπεται να λαμβάνει και να κατέχει κεφάλαια από δανειολήπτες και/ή εγγυητές αυτών, με σκοπό τη μεταβίβαση των εν λόγω κεφαλαίων σε αγοραστές πιστώσεων.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο διαχειριστής πιστώσεων λαμβάνει και κατέχει κεφάλαια από δανειολήπτες και/ή εγγυητές αυτών για λογαριασμό του αγοραστή πιστώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1)-
(α) τα εν λόγω κεφάλαια τηρούνται σε ξεχωριστό λογαριασμό του διαχειριστή πιστώσεων που τηρεί σε πιστωτικό ίδρυμα υπό μορφή λογαριασμού πελατών (client's account) στον οποίο πιστώνονται και φυλάσσονται έως τη διοχέτευσή τους στον αντίστοιχο αγοραστή πιστώσεων, υπό τους όρους που έχουν συμφωνηθεί με τον αγοραστή πιστώσεων,
(β) τα εν λόγω κεφάλαια προστατεύονται προς το συμφέρον των αγοραστών πιστώσεων έναντι των απαιτήσεων των άλλων πιστωτών του διαχειριστή πιστώσεων και ειδικότερα-
(i) τεκμαίρεται ότι κρατούνται ως εμπίστευμα προς όφελος του αγοραστή πιστώσεων,
(ii) δεν εμπίπτουν στην περιουσία του διαχειριστή πιστώσεων, η οποία υπόκειται σε εκκαθάριση,
(iii) απαγορεύεται όπως χρησιμοποιούνται από τον διαχειριστή πιστώσεων για δικό του σκοπό,
(iv) δεν δύναται να συμψηφίζονται με τις οφειλές που έχει ο διαχειριστής πιστώσεων με το πιστωτικό ίδρυμα,
(v) δεν δεσμεύονται και δεν κατάσχονται για φορολογικές ή οποιεσδήποτε οφειλές του διαχειριστή πιστώσεων, και
(vi) σε περίπτωση εκκαθάρισης του διαχειριστή πιστώσεων, τα εν λόγω κεφάλαια δεν συμψηφίζονται με άλλα χρέη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 298Β του περί Εταιρειών Νόμου και κατ’ επέκταση των διατάξεων του άρθρου 35 του περί Πτώχευσης Νόμου·
(γ) οποιαδήποτε πληρωμή από δανειολήπτη και/ή εγγυητή σε διαχειριστή πιστώσεων με σκοπό, την εν μέρει ή εν όλω, αποπληρωμή των οφειλόμενων ποσών που σχετίζονται με τα δικαιώματα πιστωτή στο πλαίσιο μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή με την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, θεωρείται ότι έχει καταβληθεί στον αγοραστή πιστώσεων και η αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) απόδειξη ή επιστολή απαλλαγής αποτελεί απόδειξη είσπραξης τέτοιου ποσού από τον αγοραστή πιστώσεων,
(δ) παραδίδει απόδειξη παραλαβής ή επιστολή απαλλαγής στον δανειολήπτη και/ή εγγυητή, αναλόγως της περίπτωσης, σε χαρτί ή άλλο σταθερό μέσο, κάθε φορά που λαμβάνει κεφάλαια από τον δανειολήπτη και/ή εγγυητή, βεβαιώνοντας τα εισπραχθέντα ποσά.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία διαχειριστής πιστώσεων δεν προτίθεται να λαμβάνει και να κατέχει κεφάλαια από δανειολήπτες και/ή εγγυητές αυτών στο πλαίσιο του επιχειρηματικού του μοντέλου, αναφέρει την πρόθεση αυτή στην αίτησή του για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 και σε τέτοια περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι απαιτήσεις που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.