32.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 29, έχει όλες τις εξουσίες εποπτείας, διεξαγωγής ερευνών και επιβολής ποινών που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της, όπως προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, στις οποίες περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Η εξουσία χορήγησης ή άρνησης χορήγησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7·
(β) η εξουσία ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9·
(γ) η εξουσία απαγόρευσης οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες διαχείρισης πιστώσεων·
(δ) η εξουσία διεξαγωγής επιτόπιων και μη επιθεωρήσεων·
(ε) η εξουσία επιβολής διοικητικών ποινών και διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33·
(στ) η εξουσία εξέτασης συμβάσεων εξωτερικής ανάθεσης που συνάπτονται μεταξύ διαχειριστών πιστώσεων και παρόχων υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 13·
(ζ) η εξουσία να απαιτεί από διαχειριστές πιστώσεων να απομακρύνουν μέλη του διευθυντικού ή διοικητικού τους οργάνου, όταν αυτά δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
(η) η εξουσία να απαιτεί από διαχειριστές πιστώσεων να τροποποιούν ή να επικαιροποιούν το εσωτερικό πλαίσιο διακυβέρνησής τους και τους μηχανισμούς εσωτερικού τους ελέγχου, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά ο σεβασμός των δικαιωμάτων των δανειοληπτών και εγγυητών, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση πίστωσης·
(θ) η εξουσία να απαιτεί από τους διαχειριστές πιστώσεων να τροποποιούν ή επικαιροποιούν τις πολιτικές που εφαρμόζουν, ώστε να διασφαλίζουν τη δίκαιη και επιμελή μεταχείριση των δανειοληπτών και των εγγυητών, καθώς και την καταγραφή και διεκπεραίωση των παραπόνων των δανειοληπτών και εγγυητών·
(ι) η εξουσία να απαιτεί περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων πιστωτή στο πλαίσιο της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 29 ή όταν η Δημοκρατία είναι το κράτος μέλος στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, όταν διαφέρει από το κράτος μέλος υποδοχής και το κράτος μέλος καταγωγής, διαθέτει όλες τις αναγκαίες εξουσίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, αξιολογεί με την εφαρμογή προσέγγισης που βασίζεται σε παράγοντες κινδύνου, την εφαρμογή από τον διαχειριστή πιστώσεων, για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής, των απαιτήσεων των παραγράφων (ε) έως (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 6.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει την έκταση της αξιολόγησης που προβλέπεται στο εδάφιο (3), ως προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου διαχειριστή πιστώσεων.
(5) H Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, όταν διαφέρει από το κράτος μέλος υποδοχής και το κράτος μέλος καταγωγής, σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που προβλέπεται στο εδάφιο (3), κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές ή όταν η Κεντρική Τράπεζα το κρίνει σκόπιμο:
(6) Κατά τη διενέργεια της αξιολόγησης που αναφέρεται στο εδάφιο (3), η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ανταλλάσσει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και του κράτους μέλους στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση, όταν είναι άλλο από το κράτος μέλος υποδοχής και το κράτος μέλος καταγωγής, ώστε οι εν λόγω αρμόδιες αρχές να δύνανται να εκτελούν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και τα αντίστοιχα καθήκοντά τους, όπως καθορίζονται στις οικείες εναρμονιστικές τους νομοθεσίες για τη μεταφορά της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167.
(7) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, δύναται να απαιτεί από τον διαχειριστή πιστώσεων, τον πάροχο υπηρεσιών διαχείρισης πιστώσεων ή τον αγοραστή πιστώσεων ή τον αντιπρόσωπό του που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ο οποίος δεν πληροί τις απαιτήσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να λάβει, σε αρχικό στάδιο, όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις εν λόγω διατάξεις.