21.-(1) Αγοραστής πιστώσεων, για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής ή, κατά περίπτωση, ο αντιπρόσωπος αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ο οποίος μεταβιβάζει τα δικαιώματα πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα, σε εξαμηνιαία βάση, για τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI) του νέου αγοραστή πιστώσεων και, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, ή σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει τέτοιος αναγνωριστικός κωδικός, για-
(α) τα στοιχεία ταυτότητας του νέου αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου του που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 ή των μελών του διευθυντικού ή διοικητικού οργάνου του νέου αγοραστή πιστώσεων ή του αντιπροσώπου αυτού και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στον νέο αγοραστή πιστώσεων ή στον αντιπρόσωπο αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και
(β) τη διεύθυνση του νέου αγοραστή πιστώσεων ή, κατά περίπτωση, του αντιπροσώπου αυτού, που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20.
(2) Αγοραστής πιστώσεων για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής ή ο αντιπρόσωπος αυτού ενημερώνει επιπλέον την Κεντρική Τράπεζα, τουλάχιστον για τα ακόλουθα:
(α) Το συγκεντρωτικό υπόλοιπο των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή των μη εξυπηρετούμενων συμβάσεων πίστωσης που μεταβιβάστηκαν·
(β) τον αριθμό και το μέγεθος των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τις μη εξυπηρετούμενες συμβάσεις πίστωσης ή των μη εξυπηρετούμενων συμβάσεων πίστωσης που μεταβιβάστηκαν·
(γ) κατά πόσον η μεταβίβαση περιλαμβάνει τα δικαιώματα πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή την ίδια τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, που έχει συναφθεί με καταναλωτές και τα είδη των περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν τη μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης, όπου εφαρμόζεται.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από αγοραστή πιστώσεων, για τον οποίο η Δημοκρατία αποτελεί κράτος μέλος καταγωγής ή κατά περίπτωση από τον αντιπρόσωπο αυτού που έχει οριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, να παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) σε τριμηνιαία βάση, όποτε το κρίνει αναγκαίο, μεταξύ άλλων, για την καλύτερη παρακολούθηση μεγάλου αριθμού μεταβιβάσεων που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια περιόδου κρίσης.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του νέου αγοραστή πιστώσεων.