20.-(1) Σε περίπτωση πραγματοποίησης μεταβίβασης των δικαιωμάτων πιστωτή που απορρέουν από μη εξυπηρετούμενη σύμβαση πίστωσης ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, ο αγοραστής πιστώσεων που δεν έχει την κατοικία του (is not domiciled) στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή δεν έχει την καταστατική του έδρα ή, εάν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, δεν έχει τα κεντρικά του γραφεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζει εγγράφως αντιπρόσωπο που έχει την κατοικία του (is domiciled) στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή έχει την καταστατική του έδρα ή, εάν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, έχει τα κεντρικά του γραφεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(2) Ο αντιπρόσωπος που προβλέπεται στο εδάφιο (1), επικοινωνεί με την Κεντρική Τράπεζα επιπλέον ή αντί του αγοραστή πιστώσεων όσον αφορά όλα τα ζητήματα που αφορούν τη συνεχή συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ευθύνεται πλήρως για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αγοραστή πιστώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπρόσωπος που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν είναι διαχειριστής πιστώσεων ή οντότητα που προβλέπεται στις υποπαραγράφους (i) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4, ο εν λόγω αντιπρόσωπος ορίζει μια τέτοια οντότητα, προκειμένου να διασφαλίζεται η διατήρηση των ίδιων προτύπων για τα δικαιώματα των δανειοληπτών και μετά τη μεταβίβαση της μη εξυπηρετούμενης πίστωσης.