12. Αν οποιοσδήποτε θανατικός ανακριτής θεωρεί αναγκαίο με σκοπό να διερευνηθούν οι περιστάσεις του θανάτου οποιουδήποτε προσώπου, να λάβει ιατρική έκθεση για την εμφάνιση του πτώματος του προσώπου αυτού, και ως προς τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν από αυτή, αυτός δύναται, με έγγραφη διαταγή όπως εκτίθεται στον Τύπο Β του Πρώτου Παραρτήματος, να απαιτήσει όπως οποιοσδήποτε Ιατρικός Λειτουργός ή οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματίας ιατρός εντός της δικαιοδοσίας του εξετάσει το πτώμα και υποβάλλει έκθεση γι’ αυτό.
13. Κάθε επαγγελματίας ιατρός κατόπι λήψης τέτοιας διαταγής, εκτός αν εξασφαλίσει τις υπηρεσίες κάποιου άλλου επαγγελματία ιατρού, που εγκρίθηκε από το θανατικό ανακριτή, για να εκτελέσει το καθήκον, προβαίνει σε εξέταση αμέσως πάνω στο πτώμα με σκοπό να διαπιστώσει την αιτία του θανάτου και να εξακριβώσει τις περιστάσεις που συνδέονται με αυτόν, και υποβάλλει στο θανατικό ανακριτή γραπτή έκθεση που να περιγράφει την εμφάνιση του πτώματος και τα πορίσματα, τα οποία αυτός εξάγει από αυτή αναφορικά με το θάνατο του προσώπου αυτού. Η εξέταση επεκτείνεται, όταν ο επαγγελματίας ιατρός θεωρεί αυτό αναγκαίο, αλλά όχι διαφορετικά, σε τέτοια ανατομή του πτώματος, με ή χωρίς ανάλυση οποιουδήποτε μέρους του, όπως αυτός δυνατό να θεωρήσει αναγκαία. Η έκθεση είναι όπως εκτίθεται στον Τύπο Γ του Πρώτου Παραρτήματος, και αναφέρει την αιτία του θανάτου, και υπογράφεται και χρονολογείται από τον επαγγελματία ιατρό. Τέτοια έκθεση αφού διαβαστεί από το θανατικό ανακριτή κατά τη θανατική ανάκριση αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτή χωρίς περαιτέρω απόδειξη, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο επαγγελματίας ιατρός που φέρεται ότι υπέγραψε την έκθεση δεν υπέγραψε πράγματι αυτή.