3.-(1) Κάθε επαρχιακός δικαστής δύναται να διεξάγει θανατικές ανακρίσεις δυνάμει του Νόμου αυτού εντός των τοπικών ορίων της δικαιοδοσίας του.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο πρόσωπο να διεξάγει θανατικές ανακρίσεις δυνάμει του Νόμου αυτού εντός οποιασδήποτε περιοχής που ορίζεται στη γνωστοποίηση αυτή.
(3) Οποιαδήποτε θανατική ανάκριση που άρχισε από θανατικό ανακριτή δύναται να συνεχιστεί, επαναληφθεί ή επανανοιχθεί κατά τον τρόπο που προνοείται από το Νόμο αυτό, από τέτοιο θανατικό ανακριτή ή διάδοχο του στο αξίωμα ή από τέτοιο άλλο θανατικό ανακριτή που είναι εξουσιοδοτημένος να διεξάγει τη θανατική ανάκριση εντός της δικαιοδοσίας, ως ο Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου δύναται να διατάξει.
(4) Όπου περισσότεροι από ένας θανατικοί ανακριτές είναι εξουσιοδοτημένοι να διεξάγουν τη θανατική ανάκριση, εντός της δικαιοδοσίας, ο Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, ρυθμίζει τη διάθεση και διανομή των καθηκόντων μεταξύ τέτοιων θανατικών ανακριτών.
4. Οποτεδήποτε θανατικός ανακριτής πληροφορείται ότι το πτώμα αποθανόντος προσώπου βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του και ότι υπάρχει εύλογη αιτία υποψίας ότι το πρόσωπο αυτό-
(α) πέθανε είτε με βίαιο ή με αφύσικο θάνατο ή
(β) πέθανε από αιφνίδιο θάνατο για τον οποίο ο λόγος είναι άγνωστος ή
(γ) πέθανε σε περιστάσεις των οποίων η συνέχιση ή η πιθανή επανάληψη είναι επιβλαβής στην υγεία ή ασφάλεια του κοινού ή οποιουδήποτε μέρους αυτού ή
(δ) πέθανε ενόσω τελούσε υπό περιορισμό σε ψυχιατρικό κέντρο ή είναι πρόσωπο που έχει νοητική ή/και ψυχική αναπηρία και πέθανε ενώ διέμενε υπό την φροντίδα κρατικού ιδρύματος, ειδικού για τη φύλαξη προσώπων με νοητική ή/και ψυχική αναπηρία, ή σε ιδιωτική Στέγη Ηλικιωμένων και Αναπήρων· ή
Νοείται ότι-
(i) οποτεδήποτε φανεί στο θανατικό ανακριτή, είτε από την έκθεση επαγγελματία ιατρού που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 12 ή διαφορετικά, ότι ο θάνατος οφείλεται σε φυσικά αίτια, και ότι το πτώμα δεν δείχνει θάνατο που να αποδίδεται σε βία ή που έχει επισπευθεί από βία ή από οποιαδήποτε αξιόποινη ή αμελή διαγωγή είτε εκ μέρους του αποθανόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου τότε είναι νόμιμο για το θανατικό ανακριτή, στη διακριτική του εξουσία (εκτός από τις περιπτώσεις που καθορίζονται στην παράγραφο (δ) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο (6) να θεωρήσει περιττή τη διεξαγωγή θανατικής ανάκρισης.
(ii) Όταν ο θανατικός ανακριτής πληροφορείται ότι εγέρθηκε ή πρόκειται να εγερθεί ποινική διαδικασία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου που τελεί ήδη υπό κράτηση ή το οποίο πρόκειται να συλληφθεί σε σχέση με τέτοιο θάνατο, η θανατική ανάκριση δεν αρχίζει ή αν άρχισε δεν συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται μέχρις ότου τέτοια διαδικασία συμπληρωθεί.
(ε) είναι ενήλικο μονήρες πρόσωπο, χωρίς συγγενείς έως και δεύτερου (2ου) βαθμού συγγένειας το οποίο τυγχάνει φροντίδας σε κρατικό ίδρυμα ή σε ιδιωτική Στέγη Ηλικιωμένων και Αναπήρων και πέθανε ενώ διέμενε σε τέτοιο χώρο· ή
(στ) είναι ανήλικο πρόσωπο το οποίο βρίσκεται σε κρατικό ίδρυμα ή ιδιωτικό Ίδρυμα Παιδικής Προστασίας ή σε ανάδοχη οικογένεια και τελεί υπό τη φροντίδα του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και πέθανε ενώ διέμενε εντός του ιδρύματος ή με την εγκεκριμένη ανάδοχη οικογένεια.
5. Ανεξάρτητα από οποιοδήποτε Νόμο ή έθιμο αντίθετο με ότι θεσπίστηκε ή επικρατεί, οποτεδήποτε φανεί σε θανατικό ανακριτή ότι το πτώμα οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο πέθανε κάτω από περιστάσεις που απαιτούν τη διεξαγωγή θανατικής ανάκρισης σε αυτό, τάφηκε χωρίς να επιθεωρηθεί ή χωρίς να διεξαχθεί θανατική ανάκριση ή όταν θανατική ανάκριση, αν και διεξάχτηκε, ακυρώθηκε ή επανανοίχτηκε, είναι νόμιμο για τέτοιο θανατικό ανακριτή με ένταλμα του όπως εκτίθεται στον Τύπο Α του Πρώτου Παραρτήματος να διατάσσει την εκταφή τέτοιου πτώματος και αυτός μετά την εκταφή αυτή προχωρεί στη διεξαγωγή θανατικής ανάκρισης πάνω σε τέτοιο πτώμα και έπειτα διατάσσει την επαναταφή του και τα έξοδα τέτοιας εκταφής και επαναταφής πληρώνονται με διαταγή του θανατικού ανακριτή, από τις γενικές προσόδους:
6. Όταν οποιοσδήποτε φυλακισμένος, ή πρόσωπο που τελεί υπό αστυνομική κράτηση, πεθάνει από οποιαδήποτε αιτία, ο θανατικός ανακριτής της επαρχίας στην οποία συνέβηκε ο θάνατος αυτός διεξάγει θανατική ανάκριση.
7. Ο θανατικός ανακριτής εντός της δικαιοδοσίας του οποίου βρίσκεται το πτώμα οποιουδήποτε προσώπου, για το θάνατο του οποίου έπρεπε να διεξαχθεί θανατική ανάκριση, διεξάγει τη θανατική ανάκριση ανεξάρτητα από το ότι η αιτία του θανάτου προέκυψε αλλού͘ και αν οποιοδήποτε πτώμα βρεθεί στη θάλασσα, η θανατική ανάκριση διεξάγεται από το θανατικό ανακριτή εντός της δικαιοδοσίας του οποίου το πτώμα πρώτα ανασύρθηκε στην ξηρά:
8. Όταν ο θανατικός ανακριτής έχει λόγο να πιστεύει ότι συνέβηκε θάνατος εντός της δικαιοδοσίας του υπό τέτοιες περιστάσεις ώστε θα έπρεπε να διεξαχθεί θανατική ανάκριση και ότι εξαιτίας της καταστροφής του πτώματος από φωτιά ή άλλως πως η εξαιτίας του γεγονότος ότι το πτώμα βρίσκεται σε τόπο από τον οποίο δεν δύναται να περισυλλεγεί, θανατική ανάκριση δεν δύναται να διεξαχθεί εκτός δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού, αυτός δύναται, αν θεωρεί επιθυμητό να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, να διεξαγάγει θανατική ανάκριση σχετικά με το θάνατο και ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται με τέτοιες τροποποιήσεις που δυνατό να είναι αναγκαίες ως συνέπεια της διεξαγωγής θανατικής ανάκρισης διαφορετικά από ή μετά την επιθεώρηση του πτώματος που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του θανατικού ανακριτή.
9. Θανατικός ανακριτής δύναται να απαγορεύσει την ταφή οποιουδήποτε πτώματος που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του μέχρις ότου διεξαχθεί θανατική ανάκριση.
10.-(1) Όταν οποιοδήποτε πτώμα βρεθεί ή πρόσωπο πέθανε υπό τέτοιες περιστάσεις που να καθιστούν αναγκαία ή επιθυμητή τη διεξαγωγή θανατικής ανάκρισης δυνάμει του Νόμου αυτού αποτελεί καθήκον οποιουδήποτε προσώπου που βρίσκει το πτώμα ή ενημερώνεται για το θάνατο να πληροφορήσει αμέσως την πλησιέστερη τοπική αρχή και αστυνομικό και συγχρόνως με τη λήψη οποιασδήποτε τέτοιας πληροφορίας, η τοπική αυτή αρχή ή αστυνομικός (ο οποίος στο εξής στο Νόμο αυτό θα αναφέρεται ως “η αρχή”) ειδοποιεί το θανατικό ανακριτή που είναι εξουσιοδοτημένος να διεξάγει τη θανατική ανάκριση εντός της δικαιοδοσίας. Πρόσωπο που παραλείπει χωρίς καλή αιτία να πληροφορήσει την αρχή όπως απαιτείται από το άρθρο αυτό υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1 000).
(2) Σε περίπτωση θανάτου στον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων (δ), (ε) και (στ) του άρθρου 4 ή του άρθρου 6 αποτελεί καθήκον του υπευθύνου των υποστατικών ή του αστυνομικού του υπευθύνου για το πτώμα, να ειδοποιήσει αμέσως το θανατικό ανακριτή εντός της δικαιοδοσίας του. Οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο που παραλείπει να ειδοποιήσει τον πιο πάνω θανατικό ανακριτή υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1 000).
11.-(1) Κατόπι παροχής πληροφοριών στην αρχή σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 10, η αρχή ή το πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο για αυτό από την αρχή μεταβαίνει στο θανατικό ανακριτή που είναι εξουσιοδοτημένος να διεξάγει τη θανατική ανάκριση εντός της δικαιοδοσίας του αναφέροντας οποιεσδήποτε γνωστές λεπτομέρειες που αφορούν την αιτία του θανάτου και να δίδει γνώμη κατά πόσο ή όχι ο θάνατος οφείλετο σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη.
(2) Σε οποιαδήποτε περίπτωση στην οποία πιστεύεται από την αρχή ότι ο θάνατος δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη, η αρχή αυτή, αν το πτώμα δεν έχει ήδη ταφεί, επιθεωρεί το πτώμα και εξουσιοδοτεί την ταφή του, αλλά σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η αρχή μεριμνά ώστε το πτώμα να μεταφέρεται στο πλησιέστερο νοσοκομείο ή άλλο τόπο που ορίστηκε για την παραλαβή πτωμάτων εκτός αν η αρχή πιστοποιεί στο θανατικό ανακριτή ότι οι προϋποθέσεις του εδαφίου αυτού δεν δύνανται εύλογα να τηρηθούν αφού ληφθούν υπόψη η κατάσταση του πτώματος, ο καιρός και η απόσταση που θα διανυθεί.