2. Στο Νόμο αυτό-
“δημοσίευμα” περιλαμβάνει κάθε γραπτό ή έντυπο υλικό και οτιδήποτε είτε παρόμοιας φύσης με το γραπτό ή έντυπο υλικό είτε όχι, που περιέχει οποιαδήποτε ορατή παράσταση ή με τη μορφή του, το σχήμα του, ή με οποιοδήποτε τρόπο που δυνατό να υπονοεί λέξεις ή ιδέες, και κάθε αντίγραφο και ανατύπωση ή απόσπασμα από οποιοδήποτε δημοσίευμα.
“περιοδικό δημοσίευμα” περιλαμβάνει κάθε δημοσίευμα που εκδίδεται περιοδικά, ή κατά τεύχη ή αριθμούς κατά διαστήματα, είτε τακτικά είτε μη.
“στασιαστικό δημοσίευμα” περιλαμβάνει κάθε δημοσίευμα, είτε περιοδικό είτε διαφορετικά, που έχει στασιαστική πρόθεση.
3. Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού στασιαστική πρόθεση είναι πρόθεση-
(α) που επιφέρει μίσος ή περιφρόνηση ή δύναται να προκαλέσει δυσαρέσκεια κατά της Δημοκρατίας, των Κληρονόμων ή Διαδόχων της ή της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας όπως εγκαθιδρύθηκε με νόμο~ ή
(β) να επιφέρει αλλαγή στην κυριαρχία της Δημοκρατίας~ ή
(γ) να διεγείρει τους υπηκόους της Δημοκρατίας ή τους κατοίκους της Δημοκρατίας σε απόπειρα να επιφέρουν την αλλαγή με άλλο τρόπο παρά με νόμιμα μέσα, οποιουδήποτε άλλου θέματος στη Δημοκρατία όπως εγκαθιδρύθηκε με νόμο~ ή
(δ) να επιφέρει μίσος ή περιφρόνηση ή να διεγείρει δυσαρέσκεια εναντίον της απονομής της δικαιοσύνης στη Δημοκρατία~ ή
(ε) να διεγείρει δυσφορία ή δυσαρέσκεια μεταξύ των υπηκόων της Δημοκρατίας ή των κατοίκων της Δημοκρατίας~ ή
(στ) να προάγει αισθήματα δυσφορίας και εχθρότητας μεταξύ διαφόρων τάξεων του πληθυσμού της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι είναι νόμιμο για οποιοδήποτε πρόσωπο-
(i) να προσπαθεί καλή τη πίστει να αποδείξει ότι η Δημοκρατία παραπλανήθηκε ή έσφαλε σε οποιοδήποτε από τα μέτρα της~ ή
(ii) να υποδεικνύει καλή τη πίστει σφάλματα ή μειονεκτήματα στη διακυβέρνηση ή καθεστώς της Δημοκρατίας όπως εγκαθιδρύθηκε με νόμο ή της νομοθεσίας ή της απονομής της δικαιοσύνης, με σκοπό τη διόρθωση τέτοιων σφαλμάτων ή μειονεκτημάτων~ ή
(iii) να πείθει καλή τη πίστει τους υπηκόους της Δημοκρατίας, ή τους κατοίκους της Δημοκρατίας σε απόπειρα να επιφέρουν με νόμιμα μέσα την μεταβολή οποιουδήποτε θέματος στη Δημοκρατία όπως εγκαθιδρύθηκε με νόμο εξαιρουμένου αυτού που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του άρθρου αυτού~ ή
(iv) να υποδεικνύει καλή τη πίστη, με σκοπό την άρση αυτών, οποιαδήποτε θέματα τα οποία προκαλούν ή τείνουν να προκαλούν αισθήματα κακής διάθεσης και εχθρότητας μεταξύ διάφορων τάξεων του πληθυσμού της Δημοκρατίας.
4.-(1) Όταν το Υπουργικό Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι οποιοδήποτε δημοσίευμα είναι στασιαστικό, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, αν θεωρεί ορθό, με προκήρυξη που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να απαγορεύει την εισαγωγή στην Κύπρο του δημοσιεύματος αυτού και επίσης, στην περίπτωση περιοδικού δημοσιεύματος, οποιασδήποτε προηγούμενης ή μελλοντικής έκδοσης του δημοσιεύματος αυτού.
(2) Προκήρυξη που γίνεται βάσει του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, παραμένει σε ισχύ για περίοδο δώδεκα μηνών από την ημερομηνία της δημοσίευσης της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και όχι περισσότερο, εκτός αν ανανεωθεί για τέτοια περαιτέρω περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους δώδεκα μήνες κάθε φορά, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διατάσσει με προκήρυξη που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(3) Πρόσωπο το οποίο εισάγει, τυπώνει, δημοσιεύει, αντιγράφει, ανατυπώνει ή έχει στην κατοχή, εξουσία ή έλεγχο του οποιοδήποτε δημοσίευμα του οποίου η εισαγωγή είναι εκάστοτε απαγορευμένη με προκήρυξη, είναι ένοχο αδικήματος κατά παράβαση του Νόμου αυτού, και το δημοσίευμα κατάσχεται προς όφελος της Δημοκρατίας.
(4) Πρόσωπο, στο οποίο αποστέλλεται δημοσίευμα, του οποίου η εισαγωγή είναι εκάστοτε απαγορευμένη με προκήρυξη, εν αγνοία του ή χωρίς να έχει νομική σχέση ή προς εκτέλεση παραγγελίας που δόθηκε πριν η απαγόρευση εισαγωγής του τεθεί σε ισχύ, ή το οποίο έχει τέτοιο δημοσίευμα στην κατοχή, εξουσία ή έλεγχο του, κατά το χρόνο που η απαγόρευση εισαγωγής του τίθεται σε ισχύ παραδίδει αυτό αμέσως στον υπεύθυνο αξιωματικό του πλησιέστερου αστυνομικού σταθμού, και αν παραλείψει να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος κατά παράβαση του Νόμου αυτού.
(5) Πρόσωπο το οποίο συμμορφώνεται με τις διατάξεις του αμέσως προηγούμενου εδαφίου του άρθρου αυτού ή καταδικάζεται για παράβαση των διατάξεων του εδαφίου αυτού δεν καταδικάζεται σε πρόστιμο ή φυλάκιση επειδή έχει εισαγάγει το ίδιο δημοσίευμα ή επειδή το έχει στην κατοχή, εξουσία ή έλεγχο του.
(6) Ο Γενικός Διευθυντής του Ταχυδρομείου ή οποιοδήποτε πρόσωπο στη δημόσια υπηρεσία που εξουσιοδοτείται από αυτόν, το οποίο υποπτεύεται ότι οποιοδήποτε ταχυδρομικό δέμα περιέχει δημοσίευμα η εισαγωγή του οποίου εκάστοτε απαγορεύεται αποστέλλει το δέμα στον Αρχιαστυνόμο.
(7) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν εμποδίζει τη λήψη διαδικασίας αναφορικά με οποιοδήποτε τέτοιο δημοσίευμα κατά οποιουδήποτε προσώπου βάσει οποιουδήποτε Νόμου που αφορά έθιμα που ισχύουν εκάστοτε για εισαγωγή ή απόπειρα εισαγωγής οποιωνδήποτε απαγορευμένων αγαθών, αλλά με τρόπο ώστε αυτός να μην τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα.
5.-(1) Όταν, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, παρουσιάζεται προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η έκδοση ή η κυκλοφορία στασιαστικού δημοσιεύματος σχεδιάζεται ή σκοπείται ή ότι στασιαστικό δημοσίευμα εκδόθηκε ή κυκλοφόρησε, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα (καλούμενο στο Νόμο αυτό “απαγορευτικό διάταγμα”) που απαγορεύει την έκδοση ή κυκλοφορία τέτοιου δημοσιεύματος (καλούμενο στο Νόμο αυτό “απαγορευμένο δημοσίευμα”) και που απαιτεί από κάθε πρόσωπο που έχει στην κατοχή, εξουσία ή έλεγχο του οποιοδήποτε αντίγραφο του απαγορευμένου δημοσιεύματος να παραδίδει αμέσως κάθε τέτοιο αντίγραφο στη φύλαξη του υπεύθυνου αξιωματικού του πλησιέστερου αστυνομικού σταθμού.
(2) Διάταγμα βάσει του άρθρου αυτού δύναται να εκδίδεται με αίτηση χωρίς ειδοποίηση μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα.
(3) Είναι αρκετό αν το διάταγμα περιγράφει κατά τέτοιο τρόπο το απαγορευμένο δημοσίευμα ώστε να μπορεί να αναγνωριστεί από ένα λογικό πρόσωπο το οποίο συγκρίνει το απαγορευμένο δημοσίευμα με την περιγραφή στο απαγορευτικό διάταγμα.
(4) Απαγορευτικό διάταγμα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και έπειτα κάθε πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή, εξουσία ή έλεγχο του οποιοδήποτε αντίγραφο του απαγορευμένου δημοσιεύματος, παραδίδει αμέσως κάθε τέτοιο αντίγραφο στη φύλαξη του υπεύθυνου αξιωματικού του πλησιέστερου αστυνομικού σταθμού, και αν παραλείψει να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος κατά παράβαση του Νόμου αυτού.
(5) Το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί αυτό αναγκαίο να εκδίδει ένταλμα που εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε μέλος της αστυνομίας όχι κάτω από το βαθμό του λοχία και τους βοηθούς του να ανοίγουν βίαια, εισέρχονται και ερευνούν, είτε κατά την ημέρα ή κατά τη νύχτα, οποιοδήποτε κτίριο ή χώρο που καθορίζεται στο διάταγμα, και οποιοδήποτε περίφραγμα, δωμάτιο, κιβώτιο, δοχείο, ή πράγμα σε τέτοιο κτίριο ή χώρο, και να κατάσχουν και απομακρύνουν κάθε απαγορευμένο δημοσίευμα που βρέθηκε σε αυτά, και να χρησιμοποιούν τέτοια βία όπως δυνατό να είναι αναγκαία για το σκοπό αυτό.
(6) Αντίγραφο του απαγορευτικού διατάγματος και του εντάλματος έρευνας αφήνεται σε εμφανή θέση σε κάθε κτίριο ή χώρο στον οποίο πραγματοποιείται είσοδος με τον τρόπο αυτό.
(7) Ο ιδιοκτήτης οποιουδήποτε απαγορευμένου δημοσιεύματος που παραδίνεται ή κατάσχεται βάσει του Νόμου αυτού δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο εντός δεκατεσσάρων ημερών μετά την παράδοση ή κατάσχεση να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για την ακύρωση του απαγορευμένου διατάγματος, και το Δικαστήριο, αν, μετά την ακρόαση της αίτησης, αποφασίσει ότι το απαγορευτικό διάταγμα όφειλε να μην είχε εκδοθεί, ακυρώνει το διάταγμα και διατάσσει όπως το απαγορευμένο δημοσίευμα που παραδόθηκε ή κατασχέθηκε από τον αιτητή να επιστραφεί σε αυτόν.
(8) Απαγορευμένο δημοσίευμα που παραδίνεται ή κατάσχεται βάσει του άρθρου αυτού αναφορικά με το οποίο δεν καταχωρίζεται αίτηση εντός του χρόνου που προαναφέρθηκε ή το οποίο δεν διατάσσεται να επιστραφεί στον ιδιοκτήτη, εκλαμβάνεται ως κατασχεμένο και θα αντιμετωπίζεται με τέτοιο τρόπο όπως το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διατάξει.
(9) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού το Δικαστήριο σημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή αυτού.
6. Εκτός αν προνοείται διαφορετικά κάθε πρόσωπο ένοχο αδικήματος κατά παράβαση του Νόμου αυτού υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή σε φυλάκιση για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές του προστίμου και της φυλάκισης.
7. Πρόσωπο δεν διώκεται βάσει του Νόμου αυτού χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα.