1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εργατικών Διαφορών (Συνδιαλλαγή, Διαιτησία και Έρευνα) Νόμος.
2.-(1) Στο Νόμο αυτό-
“εργάτης” σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο που σύναψε ή εργάζεται βάσει σύμβασης με εργοδότη είτε η σύμβαση αφορά χειρωνακτική εργασία, γραφειακή εργασία είτε διαφορετικά, ρητή, ή σιωπηρή, προφορική ή γραπτή, και είτε είναι σύμβαση υπηρεσίας είτε μαθητείας είτε σύμβαση προσωπικής εκτέλεσης οποιουδήποτε έργου ή εργασίας˙
“εργατική διαφορά” σημαίνει οποιαδήποτε διαφορά ή διαφωνία, μεταξύ εργοδοτών και εργατών, ή μεταξύ εργατών και εργατών, η οποία έχει σχέση με την εργοδότηση ή μη εργοδότηση, ή με τους όρους της εργοδότησης, ή με τις συνθήκες εργασίας οποιουδήποτε προσώπου.
(2) Ο Νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα στις Ναυτικές, Στρατιωτικές ή Αεροπορικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας ή στην Αστυνομική Δύναμη της Κύπρου, αλλά διαφορετικά εφαρμόζεται σε εργάτες που εργοδοτούνται από τη Δημοκρατία κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να εργοδοτούντο από ιδιώτη.
3.-(1) Εργατική διαφορά, όπως ορίζεται από το Νόμο αυτό, η οποία είτε υπάρχει είτε υπάρχει φόβος να υπάρξει, δύναται να αναφέρεται στο Υπουργικό Συμβούλιο από ή εκ μέρους εκάστου μέρους της διαφοράς, και το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από αυτό εξετάζει το θέμα και προβαίνει σε τέτοια διαβήματα όπως φαίνονται σε αυτό σκόπιμα για την προώθηση της διευθέτησης αυτού.
(2) Όταν υπάρχει ή επίκειται εργατική διαφορά, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, τηρουμένων όσων προνοούνται στο εξής, αν κρίνει ορθό και αν συμφωνούν και τα δύο μέρη, να παραπέμψει το θέμα για διευθέτηση σε Διαιτητικό Δικαστήριο που συγκροτείται είτε από-
(α) το μοναδικό διαιτητή που διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο˙ ή
(β) διαιτητή που διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο οποίος βοηθείται από ένα ή περισσότερους εκτιμητές που υποδεικνύονται από ή εκ μέρους των ενδιαφερόμενων εργοδοτών και από ίσο αριθμό εκτιμητών που υποδεικνύονται από ή εκ μέρους των ενδιαφερόμενων εργατών, από τους οποίους όλοι διορίζονται από την Κυβέρνηση:
Νοείται ότι η διαιτητική απόφαση γίνεται και εκδίδεται μόνο από το διαιτητή˙ ή
(γ) έναν ή περισσότερους διαιτητές που υποδεικνύονται από ή εκ μέρους των ενδιαφερόμενων εργοδοτών και από ίσο αριθμό διαιτητών που υποδεικνύονται από ή εκ μέρους των ενδιαφερόμενων εργατών, και από ανεξάρτητο πρόεδρο, από τους οποίους όλοι διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο:
Νοείται ότι όταν όλα τα μέλη του Διαιτητικού Δικαστηρίου αδυνατούν να συμφωνήσουν ως προς τη διαιτητική απόφαση τους, το θέμα αποφασίζεται από τον πρόεδρο ως μοναδικό διαιτητή.
(3) Αν σε οποιαδήποτε εργασία ή βιομηχανία γίνονται οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις για διευθέτηση με συμβιβασμό ή διαιτησία διαφορών στην εργασία ή βιομηχανία αυτή, ή οποιοδήποτε κλάδο αυτών, οι οποίες έγιναν προς εκτέλεση συμφωνίας μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και οργανώσεων εργατών που αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα ουσιώδη αριθμό εργοδοτών και εργατών που απασχολούνται στην εργασία ή βιομηχανία αυτή, το Υπουργικό Συμβούλιο, εκτός με τη συναίνεση αμφοτέρων των μερών της διαφοράς και εκτός και μέχρις ότου υπάρξει αποτυχία στην επίτευξη διευθέτησης μέσω των διαπραγματεύσεων αυτών, δεν παραπέμπει το θέμα προς διευθέτηση σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου αυτού.
4.-(1) Όταν Διαιτητικό Δικαστήριο συνίσταται από περισσότερους από ένα διαιτητές και δημιουργείται οποιοδήποτε κενό όσον αφορά τον αριθμό τους, το Δικαστήριο δύναται, με τη συγκατάθεση των μερών, να ενεργεί παρά την κενή αυτή θέση.
(2) Όταν το Διαιτητικό Δικαστήριο συνίσταται από διαιτητή που βοηθάται από εκτιμητές και δημιουργείται οποιαδήποτε κενή θέση στον αριθμό των εκτιμητών το Διαιτητικό Δικαστήριο δύναται κατά τη διακριτική ευχέρεια του διαιτητή είτε να ενεργεί παρά την κενή αυτή θέση είτε να συναινεί στην υπόδειξη και το διορισμό άλλου εκτιμητή για την πλήρωση της κενής αυτής θέσης.
(3) Καμιά ενέργεια, διαδικασία ή απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε αμφισβήτηση ή ακυρώνεται εξαιτίας οποιασδήποτε τέτοιας κενής θέσης, νοουμένου ότι στις περιστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού η απαιτούμενη συναίνεση έχει ληφθεί προηγουμένως.
5. Όταν οποιαδήποτε εργατική διαφορά που παραπέμφθηκε σε Διαιτητικό Δικαστήριο περιλαμβάνει ζητήματα ως προς μισθούς, ή ως προς ώρες εργασίας, ή άλλως πως ως προς τους όρους ή συνθήκες εργοδότησης ή που αφορούν την εργοδότηση τα οποία ρυθμίζονται από οποιοδήποτε Νόμο άλλο από τον Νόμο αυτό, το Διαιτητικό Δικαστήριο δεν εκδίδει απόφαση η οποία είναι ασυμβίβαστη με τις διατάξεις του Νόμου εκείνου.
6. Οποιαδήποτε απόφαση Διαιτητικού Δικαστηρίου υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο το συντομότερο δυνατό μεριμνά ώστε αυτή να δημοσιευτεί κατά τον τρόπο που αυτός νομίζει ορθό.
7. Αν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα αναφορικά με την ερμηνεία οποιασδήποτε απόφασης Διαιτητικού Δικαστηρίου, το Υπουργικό Συμβούλιο ή οποιοδήποτε μέρος της διαιτητικής απόφασης δύναται να προσφύγει στο Διαιτητικό Δικαστήριο για απόφαση επί του ζητήματος αυτού, και το Δικαστήριο αποφασίζει για το ζήτημα αφού ακούσει τα μέρη, ή χωρίς ακρόαση νοουμένου ότι η συναίνεση των μερών έχει ληφθεί προηγουμένως. Η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου γνωστοποιείται στα μέρη και θεωρείται ότι αποτελεί μέρος της αρχικής διαιτητικής απόφασης και έχει το ίδιο αποτέλεσμα από κάθε άποψη με αυτή.
8. Όταν οποιαδήποτε εργατική διαφορά υπάρχει ή επίκειται, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται αν κρίνει ορθό, είτε αναφέρεται είτε όχι η διαφορά σε αυτό, βάσει του Νόμου αυτού, να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) Να ερευνά τις αιτίες και περιστάσεις της διαφοράς˙
(β) να προβαίνει σε τέτοια διαβήματα όπως φαίνονται σε αυτό σκόπιμα για προαγωγή διευθέτησης της διαφοράς˙
(γ) να παραπέμπει οποιαδήποτε θέματα που φαίνονται σε αυτό ότι συνδέονται ή σχετίζονται με τη διαφορά στην Επιτροπή Έρευνας που διορίζεται από αυτό για το σκοπό της παραπομπής αυτής.
9.-(1) Η Επιτροπή Έρευνας (που στο εξής στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως “η Επιτροπή”) η οποία διορίζεται βάσει της παραγράφου (γ) του άρθρου 8 του Νόμου αυτού συνίσταται από πρόεδρο και άλλα πρόσωπα όπως το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει ορθό να διορίσει, ή δύναται, αν το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει ορθό να συνίσταται από ένα πρόσωπο που διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Η Επιτροπή δύναται να ενεργεί παρά την οποιαδήποτε κενή θέση στη σύνθεση της.
(3) Η Επιτροπή ερευνά τα θέματα που παραπέμπονται σε αυτή και υποβάλλει την αναφορά της επί αυτών στο Υπουργικό Συμβούλιο. Υποβάλλεται επίσης οποιαδήποτε έκθεση μειοψηφίας.
(4) Η Επιτροπή δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να εκδίδει προσωρινές εκθέσεις.
(5) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να μεριμνά ώστε να δημοσιεύονται από καιρό σε καιρό, κατά τέτοιο τρόπο όπως κρίνει ορθό, οποιεσδήποτε πληροφορίες που εξασφαλίζονται ή αποφάσεις που λαμβάνονται από την Επιτροπή ως αποτέλεσμα ή κατά την διεξαγωγή της έρευνας:
Νοείται ότι δεν περιλαμβάνεται σε οποιαδήποτε έκθεση ή δημοσίευση που γίνεται ή που εξουσιοδοτείται από την Επιτροπή ή το Υπουργικό Συμβούλιο οποιαδήποτε πληροφορία που λήφθηκε από την Επιτροπή κατά την διεξαγωγή της έρευνας αναφορικά με οποιαδήποτε εργατική ένωση ή αναφορικά με οποιαδήποτε ατομική επιχείρηση (είτε διεξάγεται από πρόσωπο, οίκο ή εταιρεία) η οποία δεν είναι προσιτή διαφορετικά παρά μέσω μαρτυρίας που δόθηκε κατά την έρευνα, παρά μόνο με τη συναίνεση του γραμματέα της εργατικής ένωσης ή του προσώπου, οίκου ή της εν λόγω εταιρείας, ούτε οποιοδήποτε μέλος της Επιτροπής ή οποιοδήποτε πρόσωπο που αναμείχθηκε στην έρευνα, χωρίς τη συναίνεση αυτή δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε τέτοια πληροφορία.
10. Για το σκοπό χειρισμού οποιουδήποτε θέματος που παραπέμπεται σε αυτή, η Επιτροπή έχει πλήρη εξουσία να απαιτεί με διάταγμα από οποιοδήποτε πρόσωπο να παρέχει, γραπτώς ή διαφορετικά, τέτοιες λεπτομέρειες σε σχέση με το θέμα αυτό όπως η Επιτροπή δυνατό να απαιτήσει, και όταν είναι απαραίτητο να παρίσταται ενώπιον της Επιτροπής και να δίνει μαρτυρία με όρκο ή διαφορετικά, και να απαιτεί την προσαγωγή εγγράφων, ώστε να εξασφαλίζει κάθε τέτοια πληροφορία όπως κατά τις περιστάσεις δυνατό να θεωρηθεί απαραίτητη, χωρίς να δεσμεύεται από τους κανόνες απόδειξης σε αστική ή ποινική διαδικασία, και πρόσωπο το οποίο παραλείπει να συμμορφωθεί με διάταγμα της Επιτροπής βάσει του άρθρου αυτού είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα λίρες:
Νοείται πάντοτε ότι, αν οποιοσδήποτε μάρτυρας αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση ή να προσαγάγει οποιοδήποτε έγγραφο για το λόγο ότι αυτό θα τείνει να τον ενοχοποιήσει ή για οποιοδήποτε άλλο νόμιμο λόγο, δεν απαιτείται να απαντήσει στην ερώτηση αυτή ή να προσαγάγει το έγγραφο αυτό, ούτε υπόκειται σε οποιεσδήποτε ποινές επειδή αρνείται να πράξει με τον τρόπο αυτό.
11. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια Διαιτητικού Δικαστηρίου ή Επιτροπής Έρευνας, ανάλογα με την περίπτωση, να επιτρέπει σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο να εμφανίζεται με δικηγόρο σε οποιαδήποτε διαδικασία ή έρευνα βάσει του Νόμου αυτού ενώπιον Διαιτητικού Δικαστηρίου ή Επιτροπής.
12.-(1) Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια Διαιτητικού Δικαστηρίου ή Επιτροπής Έρευνας, ανάλογα με την περίπτωση, να επιτρέπει ή αν μην επιτρέπει την είσοδο του κοινού ή του τύπου σε οποιαδήποτε συνεδρίαση του.
(2) Όταν έχει επιτραπεί η παρουσία του τύπου σε συνεδρίαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου ή της Επιτροπής, και όχι διαφορετικά, δύναται να δημοσιεύεται δίκαιη και ακριβής έκθεση ή περίληψη της διαδικασίας περιλαμβανομένης της μαρτυρίας που προσάχθηκε στη συνεδρίαση αυτή:
Νοείται, όμως, ότι μέχρις ότου η διαιτητική απόφαση ή το αποτέλεσμα της έρευνας δημοσιευτεί με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου κανένα σχόλιο δεν δημοσιεύεται σε σχέση με τη διαδικασία ή τη μαρτυρία. Πρόσωπο ένοχο παράβασης της διάταξης αυτής υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες.
13. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανονισμούς που ρυθμίζουν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται από Διαιτητικό Δικαστήριο ή Επιτροπή Έρευνας, και όταν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα κατά τη διαιτησία ή έρευνα σε σχέση με το οποίο δεν έχουν εκδοθεί κανονισμοί το Διαιτητικό Δικαστήριο ή η Επιτροπή ανάλογα με τη περίπτωση, ρυθμίζει τη δική της διαδικασία.
14.-(1) Είναι νόμιμο για το Υπουργικό Συμβούλιο να καταβάλλει σε οποιοδήποτε διαιτητή ή εκτιμητή ή σε οποιοδήποτε μέλος Επιτροπής Έρευνας που διορίζεται βάσει του Νόμου αυτού τέτοια αμοιβή όπως το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει ορθό.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διορίζει με τέτοια αμοιβή και με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις όπως ήθελε αποφασίσει τέτοιους λειτουργούς και άλλους υπαλλήλους που δυνατό να είναι απαραίτητοι για την εφαρμογή των σκοπών του Νόμου αυτού.
(3) Έξοδα που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του Νόμου αυτού και που εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο καταβάλλονται από τα δημόσια έσοδα της Δημοκρατίας με ένταλμα του Υπουργικού Συμβουλίου.