3. Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως επιδοθεί κλητήριο ένταλμα εκτός δικαιοδοσίας, όπως η εν λόγω διαδικασία προβλέπεται στις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ή άλλως πως δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία ή δυνάμει του ενωσιακού δικαίου ή διεθνούς συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
4.-(1) Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο, ενώ εκκρεμεί σε αυτό αγωγή, να εκδίδει διάταγμα για τη μεσεγγύηση, διατήρηση, φύλαξη, πώληση, κατακράτηση ή επιθεώρηση περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής ή διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που δυνατό, αν δεν εκδοθεί το διάταγμα αυτό, να προξενηθούν σε πρόσωπο ή περιουσία, ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση σε ζήτημα που επηρεάζει το πρόσωπο αυτό ή περιουσία ή ενόσω εκκρεμεί η εκτέλεση της δικαστικήςαπόφασης.
(2) Το διάταγμα μεσεγγύησης που αναφέρθηκε πιο πάνω σημαίνει διάταγμα που ορίζει πρόσωπο ή πρόσωπα για να εισέλθουν σε ακίνητη ιδιοκτησία, που ορίζεται στο διάταγμα, η οποία είναι στην κατοχή του προσώπου εναντίον του οποίου εκδίδεται το διάταγμα, και να συλλέξουν, παραλάβουν και αναλάβουν στα χέρια τους τα μισθώματα και τις προσόδους αυτής, καθώς και τα αγαθά και την κινητή περιουσία του εν λόγω προσώπου και να τα κρατούν για όσο χρόνο ορίζεται στο διάταγμα ή μέχρι νεώτερου διατάγματος του Δικαστηρίου.
(3) Το διάταγμα παρέχει στο πρόσωπο που ορίζεται με τον τρόπο αυτό πλήρη εξουσία να ενεργεί καθετί το οποίο διατάσσεται να διενεργηθεί με το διάταγμα αυτό καθώς και κάθε συντελεστικό με αυτό0 και, από την κοινοποίηση του διατάγματος προς το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε, αυτό στερεί το πρόσωπο αυτό από κάθε τέτοια εξουσία, τηρουμένου μόνο του δικαιώματος του να κατέχει την ακίνητη περιουσία που τελεί υπό μεσεγγύηση, και να συνεχίζει τη διεξαγωγή της εργασίας του σε αυτή και να χρησιμοποιεί την κινητή περιουσία η οποία δυνατό να βρίσκεται σε αυτή για τους σκοπούς της κατοχής αυτής και της διεξαγωγής της εργασίας του.
5.-(1) Κάθε Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή αποζημίωση, δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έγερση της αγωγής, να διατάξει όπως ο εναγόμενος παρεμποδιστεί να απαλλοτριώσει τόσο μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του ή για την οποία δικαιούται κατά νόμο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης, όσο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, είναι επαρκές να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα μαζί με τα έξοδα της αγωγής.
(2) Το διάταγμα αυτό δεν εκδίδεται εκτός αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ο ενάγων έχει καλή βάση αγωγής, και ότι με την πώληση ή τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τρίτο είναι πιθανό να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του.
(3) Κάθε διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού πρέπει να ορίζει, εφόσον είναι πρακτικά δυνατό, τη θέση, τα όρια, την έκταση και τη φύση της ιδιοκτησίας που επηρεάζεται από αυτό.
(4) Όταν εκδίδεται διάταγμα δυνάμει του άρθρου αυτού, το πρόσωπο, με αίτηση του οποίου εκδίδεται αυτό, δύναται να καταθέσει στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της επαρχίας στην οποία βρίσκεται η ιδιοκτησία που επηρεάζεται από το διάταγμα, επίσημο αντίγραφο του διατάγματος μαζί με σημείωμα που απευθύνεται στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό, που ζητά να μην μεταβιβαστεί η περιουσία στο όνομα οποιουδήποτε προσώπου άλλου από το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα.
(5) Το Διάταγμα και το σημείωμα είναι προσιτά για επιθεώρηση στο γραφείο όπου κατατέθηκαν και κάθε μεταγενέστερη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας, που γίνεται κατά τη διάρκεια της ισχύος του διατάγματος, είναι άκυρη, η θεραπεία όμως οποιουδήποτε προσώπου στο όνομα του οποίου η ιδιοκτησία ήθελε μεταβιβαστεί με τον τρόπο αυτό συνίσταται μόνο σε απαίτηση αποζημίωσης εναντίον του προσώπου που παραχώρησε ή εκχώρησε σε αυτόν την ιδιοκτησία είτε με πώληση, δωρεά, υποθήκη ή με άλλο τρόπο. Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός προβαίνει σε καταχώρηση σε βιβλίο που τηρείται, για το σκοπό αυτό, η οποία δείχνει ότι τα έγγραφα κατατέθηκαν κανονικά και γνωστοποιεί γραπτώς τον αριθμό της καταχώρησης στο πρόσωπο που κατάθεσε το έγγραφο.
7. Αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι διάταγμα που εκδόθηκε από αυτό δυνάμει των τριών προηγούμενων άρθρων ζητήθηκε για ανεπαρκείς λόγους, ή αν η αγωγή του ενάγοντα αποτύχει ή εκδοθεί απόφαση εναντίον του λόγω παράλειψης ή με άλλο τρόπο, και φαίνεται στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της αγωγής, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρήσει αυτό σκόπιμο, με αίτηση του εναγομένου, να διατάξει τον ενάγοντα να καταβάλει στον εναγόμενο τέτοιο ποσό το οποίο ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εύλογη αποζημίωση αυτού για τη δαπάνη και βλάβη που προξενήθηκε σε αυτόν λόγω της εκτέλεσης του διατάγματος.
Η καταβολή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου αυτού συνιστά κώλυμα για έγερση οποιασδήποτε αγωγής για αποζημίωση σε σχέση με ο,τιδήποτε έγινε κατά την επιδίωξη του διατάγματος0 κάθε τέτοια αγωγή, αν άρχισε, αναστέλλεται από το Δικαστήριο με τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους όπως το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιο.
8.-(1) Με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους το Δικαστήριο δύναται, όταν αυτό φαίνεται αναγκαίο για τους σκοπούς της δικαιοσύνης, και τηρουμένων οποιωνδήποτε όρων ως το Δικαστήριο ήθελε ορίσει, να διατάξει την ένορκη εξέταση ενώπιον οποιουδήποτε προσώπου, και σε οποιοδήποτε τόπο εντός ή εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, οποιουδήποτε μάρτυρα ή προσώπου και δύναται να δώσει οδηγίες αναφορικά με θέματα που σχετίζονται με την εξέταση ως ήθελε κριθεί εύλογο και δίκαιο, και να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε διάδικο να προσαγάγει ως απόδειξη την ένορκη κατάθεση που λήφθηκε με τον τρόπο αυτό.
(2) Κάθε πρόσωπο που διατάσσεται να διεξαγάγει εξέταση, δύναται να επάγει το νενομισμένο όρκο και να υποβάλει ειδική έκθεση στο Δικαστήριο η οποία αφορά την εξέταση και την συμπεριφορά κατ’αυτή ή απουσία οποιουδήποτε μάρτυρα ή προσώπου, και το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τέτοια διαδικασία και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα ως ήθελε φανεί δίκαιο.
(3) Με αίτηση οποιουδήποτε από τουςδιαδίκους το Δικαστήριο δύναται αν κρίνει αυτό σκόπιμο, να εκδόσει παράκληση προς αλλοδαπό Δικαστήριο για να εξετάσει μάρτυρα ο οποίος διαμένει εντός της δικαιοδοσίας του εν λόγω Δικαστηρίου και να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε διάδικο να δώσει προς απόδειξη την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αυτού η οποία λήφθηκε ενώπιον του αλλοδαπού Δικαστηρίου ή ενώπιον προσώπου στο οποίο δυνατό να ανατεθεί η εξέταση απο το αλλοδαπό Δικαστήριο.
9.-(1) Κάθε Διάταγμα το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει, δύναται να εκδοθεί με αίτηση ενός από τους διαδίκους, χωρίς ειδοποίηση στον άλλο, όπως αυτό προβλέπεται στις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
(2) Πριν εκδώσει το διάταγμα αυτό χωρίς ειδοποίηση, το Δικαστήριο δύναται να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά αυτό, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα.
(3) Κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι’ αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό0 κάθε τέτοιο διάταγμα παύει να ισχύει, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, εκτός αν το Δικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά0 και κάθε τέτοιο διάταγμα τυγχάνει μεταχείρισης κατά την αγωγή όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.
(4) Καμιά διάταξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό, δεν θα ερμηνεύεται ότι επηρεάζει ή εφαρμόζεται στις εξουσίες του Δικαστηρίου να εκδίδει εντάλματα εκτέλεσης.