10.-(1) Η σύμβασις μισθώσεως πλοιάρχου συνάπτεται μετά του πλοιοκτήτου, ή του προσηκόντως εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου αυτού, περατούται δε διά της εγγραφής αυτής εν τω ναυτολογίω εν τω καθωρισμένω τρόπω.
(2) Πάσα τοιαύτη σύμβασις δύναται να καταγγελθή υπό του πλοιοκτήτου ή του ποσηκόντως εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου αυτού χωρίς να απαιτήται οιαδήποτε προειδοποίησις, ή καταβολή αποζημιώσεως, εκτός εάν η σύμβασις διαλαμβάνη ρητώς ρήτραν περί του αντιθέτου.
11.-(1) Ο πλοίαρχος παντός Κυπριακού πλοίου, εξαιρουμένων των κάτω των πέντε κόρων πλοίων άτινα χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς εις την άσκησιν εμπορίου εντός των καθωρισμένων ορίων, οφείλει όπως συνάπτη-
(α) σύμβασιν συμφώνως τω παρόντι Μέρει μετά παντός ναυτικού τον οποίον προσλαμβάνει εκ τινος λιμένος~
(β) κατά την σύναψιν της τοιαύτης συμβάσεως εκδίδη και παραδίδη βιβλίον λογαριασμών εν τω νενομισμένω τύπω, εν ω καταγράφονται τα καθωρισμένα στοιχεία.
(2) Εάν ο πλοίαρχος Κυπριακού πλοίου αποπλεύση μετά τινος ναυτικού άνευ συμμορφώσεως προς οιανδήποτε των διατάξεων του εδαφίου (1), ούτος ως και ο πλοιοκτήτης είναι ένοχοι αδικήματος, και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκεινται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας .500.
12.-(1) Πάσα σύμβασις μετά του πληρώματος συνάπτεται εν τω καθωρισμένω τύπω, φέρει την ημερομηνίαν καθ’ ην το πρώτον υπεγράφη και υπογράφεται υπό του πλοιάρχου ή του αντιπροσώπου αυτού, ή του αντιπροσώπου του πλοιοκτήτου πριν ή υπογραφή υπό του ναυτικού:
Νοείται ότι εάν ο ναυτικός είναι αναλφάβητος, η υπογραφή αυτού βεβαιούται υπό του Διευθυντού ή του προξενικού υπαλλήλου της Δημοκρατίας.
(2) Η σύμβασις μετά του πληρώματος περατούται διά της εγγραφής αυτής εν τω ναυτολογίω γενομένης υπό του Διευθυντού ή του προξενικού υπαλλήλου της Δημοκρατίας.
(3) Η σύμβασις μετά του πληρώματος διαλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία ως όρους αυτής:
(α) το πλήρες όνομα του ναυτικού, τόπον και χρόνον γεννήσεως ως και την κατοικίαν (domicile) αυτού~
(β) είτε την φύσιν και, εφ’ όσον είναι πρακτικώς δυνατόν, την διάρκειαν του σκοπουμένου πλου ή μισθώσεως, ή την μεγίστην χρονικήν διάρκειαν του πλου ή της μισθώσεως, ως και τους τυχόν τόπους ή μέρη εις α δεν δύναται να εκταθή ο πλους ή η μίσθωσις~
(γ) τον τόπον και τον χρόνον καθ’ ον έκαστος ναυτικός οφείλει να επιβιβασθή του πλοίου ή να αρχίση εργασίαν~
(δ) την ιδιότητα υφ’ ην ο ναυτικός θα υπηρετή και την φύσιν των καθηκόντων αυτού~
(ε) τον μισθόν ον έκαστος ναυτικός θα λαμβάνη~
(στ) κλίμακα των παρεχομένων εις έκαστον ναυτικόν προμηθειών~
(ζ) κανονισμούς εγκριθέντας υπό του Υπουργικού Συμβουλίου και υιοθετηθέντας υπό των μερών, αναφορικώς προς την επί του πλοίου συμπεριφοράν, τα πρόστιμα, τας μειωμένας προμηθείας, ή ετέρας νομίμους κυρώσεις επιβαλλομένας διά παράπτωμα τι.
(4) Η σύμβασις μετά του πληρώματος δύναται να συναφθή δι’ ένα ή πλείονας πλους καθοριζομένους εν τη συμβάσει, ή διά καθωρισμένον χρόνον:
Νοείται ότι-
(α) ο πλους περιλαμβάνει και τον πλουν υπό έρμα μέχρι του λιμένος φορτώσεως~
(β) ο πλους τερματίζεται άμα τη εκφορτώσει του φορτίου εν τω λιμένι προορισμού ως προνοείται εν τη συμβάσει~
(γ) εάν ο εν τη συμβάσει προνοούμενος καθωρισμένος χρόνος παρέλθη διαρκούντος του πλου, ο χρόνος παρατείνεται μέχρις ου περατωθή η αποβίβασις των επιβατών, ή η εκφόρτωσις του φορτίου, ή αμφότεραι, εν τω λιμένι του προορισμού.
(5) Η σύμβασις μετά του πληρώματος διατυπούται κατά τοιούτον τρόπον ώστε να είναι δυνατόν να διαληφθώσιν αι μεταξύ του πλοιάρχου και του ναυτικού εν εκάστη περιπτώσει συμφωνούμεναι, και εις τον νόμον μη αντικείμεναι, ρήτραι.
(6) Εν τη συμβάσει μετά του πληρώματος δυνατόν να αναφέρωνται ή να ενσωματούνται οι όροι συλλογικής συμβάσεως.
13.-(1) Η σύμβασις μετά του πληρώματος λύεται-
(α) επί τη παρόδω του χρόνου δι’ ην συνήφθη η σύμβασις, ή τω τερματισμώ του πλου δι’ ον συνήφθη η σύμβασις, διά της αποβιβάσεως των επιβατών ή της εκφορτώσεως του φορτίου ή διά της αποβιβάσεως των επιβατών και της εκφορτώσεως του φορτίου~
(β) επί τη απωλεία του πλοίου~
(γ) επί τω ναυαγίω αυτού ή τη απωλεία της Κυπριακής σημαίας~
(δ) επί τη πωλήσει του πλοίου διά δημοσίου πλειστηριασμού.
(2) Ο πλοίαρχος δύναται να καταγγείλη την σύμβασιν-
(α) εάν ο ναυτικός άνευ ευλόγου αιτίας παραλείψη να επιβιβασθή του πλοίου την ημέραν της υπογραφής αυτής, ή επί αδικαιολογήτου απουσίας αυτού καθ’ οιονδήποτε χρόνον~
(β) λόγω βαρέος παραπτώματος του ναυτικού ως εκ του οποίου τίθεται εν κινδύνω η ασφάλεια του πλοίου ή η τήρησις της προσηκούσης πειθαρχίας ή τάξεως επ’ αυτού~
(γ) όταν το πλοίον καταστή ακατάλληλον προς πλουν~
(3) Ο ναυτικός δύναται να καταγγείλη την σύμβασιν-
(α) εάν αύτη εγένετο δι’ ωρισμένον χρόνον διά της επιδόσεως ειδοποιήσεως εν τω καθορισμένω τύπω μετά πάροδον έτους από της συνάψεως αυτής ή εάν το πλοίον είναι παρωπλισμένον εις Κυπριακόν λιμένα διά περίοδον πέραν των τριών μηνών~
(β) κατά πάντα χρόνον εάν ο πλοίαρχος είναι ένοχος βαρείας παραβάσεως των καθηκόντων αυτού έναντι του ναύτου.
14.-(1) Ο πλοίαρχος παντός πλοίου εξωτερικού, ούτινος το πλήρωμα εμισθώθη ενώπιον του Διευθυντού ή προξενικού τινος υπαλλήλου της Δημοκρατίας οφείλει όπως, πριν ή τελικώς αποπλέη λιμένος τινός, αποστέλλη εις τον Διευθυντήν ή τον προξενικόν υπάλληλον της Δημοκρατίας πλήρη και επακριβή έκθεσιν εν τω καθωρισμένω τύπω, περί πάσης μεταβολής ήτις ήθελε χωρήσει εις το πλήρωμα αυτού πριν ή τελικώς αποπλεύση λιμένος τινός~ η έκθεσις αύτη γίνεται δεκτή ως αποδεικτικόν στοιχείον εν ω τρόπω προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω.
(2) Πας πλοίαρχος, όστις άνευ ευλόγου αιτίας δεν συμμορφούται προς το παρόν άρθρον, είναι ένοχος αδικήματος, και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας .500.
15. Πας όστις δολίως παραποιεί ή διενεργεί ψευδή εγγραφήν εις βιβλίον λογαριασμών, δελτίον ταυτότητος ή σύμβασιν μετά του πληρώματος, ή παραδίδει ψευδές αντίγραφον των άνω εγγράφων, θα είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης θα υπόκειται εις φυλάκισιν διά διάστημα μη υπερβαίνον τα δύο έτη ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας .1500, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.
16. Πάσα διαγραφή, διαστίχωσις ή παραποίησις γενομένη εις την σύμβασιν μετά του πληρώματος ή βιβλίον λογαριασμών εξαιρουμένων των προσθηκών των γενομένων επί τω τέλει επιβιβάσεως αναπληρωτών ή προσώπων μισθωθέντων μετά τον πρώτον απόπλουν του πλοίου, είναι άνευ οιασδήποτε ισχύος, εκτός εάν αποδειχθή ότι εγένετο τη συναινέσει απάντων των εις την διαγραφήν, διαστίχωσιν ή παραποίησιν ενδιαφερομένων προσώπων και βεβαιούται εγγράφως-
(α) υπό τινος Λιμενικού Λειτουργού, εάν εγένετο εν τη Δημοκρατία~
(β) υπό του προξενικού υπαλλήλου της Δημοκρατίας, ή ελλείψει αυτού, υπό δύο ευυπολήπτων Κυπρίων ή ετέρων εν τη Κοινοπολιτεία εμπόρων, εάν αύτη εγένετο αλλαχού.
17. Εις πάσαν νομικήν ή ετέραν διαδικασίαν, ο ναύτης δύναται να προσαγάγη αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύοντα το περιεχόμενον οιασδήποτε συμβάσεως μετά του πληρώματος, ή άλλως υποστηρίζοντα την υπόθεσιν αυτού δεν υποχρεούται δε να προσαγάγη την σύμβασιν ή αντίγραφον αυτής, ούτε και να δώση ειδοποίησιν προς προσαγωγήν αυτής.