1. Ο παρών Νόμος θα καλήται ο περί Καθηγητών, Διδασκάλων και Υπαλλήλων Κοινοτικών Σχολείων (Άσκησις Διοικητικής Φύσεως Αρμοδιοτήτων) Νόμος 1963.
2. Εν τω παρόντι Νόμω, εάν εκ του κειμένου δεν προκύπτη σαφώς άλλο τι-
“Επιτροπή Διοικήσεως” σημαίνει την ομώνυμον επιτροπήν της Συνελεύσεως˙
“καθηγητής”, “διδάσκαλος” και “υπάλληλος κοινοτικών σχολείων”, σημαίνει ό,τι και εις τους οικείους Νόμους περί καθηγητών, διδασκάλων και υπαλλήλων των κοινοτικών σχολείων˙
“Συνέλευσις” σημαίνει την Ελληνικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν.
3. Συνιστώνται αι ακόλουθοι επιτροπαί και ανατίθεται εις εκάστην τούτων ή υπό του παρόντος Νόμου καθοριζομένη αρμοδιότης:
(α) Επιτροπή Διορισμών.
(β) Αναθεωρητική Επιτροπή.
(γ) Πειθαρχικόν Συμβούλιον.
4.-(1) Η Επιτροπή Διορισμών συντίθεται εξ επτά μελών ως ακολούθως:
(α) του Διευθυντού Γραφείου Παιδείας˙
(β) του Τμηματάρχου Μέσης και Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως˙
(γ) του Τμηματάρχου Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως˙
(δ) του Προϊσταμένου Τεχνικής, Επαγγελματικής και Γεωργικής Εκπαιδεύσεως˙
(ε) του Προϊσταμένου Σωματικής Αγωγής˙
(στ) δύο πολιτών οριζομένων υπό της Επιτροπής Διοικήσεως.
(2) Εις την αρμοδιότητα της Επιτροπής Διορισμών υπάγονται οι διορισμοί, κατατάξεις και μισθοδοσία, βάσει των οικείων νόμων και κανονισμών, μονιμοποιήσεις, προαγωγαί, μεταθέσεις, αποσπάσεις, τοποθετήσεις, αποδοχαί παραιτήσεων και απολύσεις καθηγητών, διδασκάλων και υπαλλήλων κοινοτικών σχολείων και πάσα συναφής διοικητική πράξις ή ενέργεια ήτις δεν ανατίθεται ειδικώς διά κοινοτικού νόμου ή κανονισμού εις άλλο όργανον:
Νοείται ότι πράξεις προερχόμεναι εκ της ασκήσεως πειθαρχικής εξουσίας υπό του αρμοδίου σώματος δεν εμπίπτουσιν εις την αρμοδιότητα της Επιτροπής Διορισμών:
Νοείται ωσαύτως ότι ο Διευθυντής του Γραφείου Παιδείας εν συνεννοήσει μετά του οικείου Τμηματάρχου δύναται να μεταθέση ή τοποθετήση προσωρινώς, εν περιπτώσει επειγούσης ανάγκης μέχρις ότου η Επιτροπή Διορισμών δυνηθή να αποφασίση σχετικώς.
(3) Πρόεδρος της Επιτροπής Διορισμών είναι ο Διευθυντής Γραφείου Παιδείας ή ο αναπληρωτής αυτού. Έκαστον Τμηματάρχην απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο αντίστοιχος Α’ Επιθεωρητής.
(4) Η Επιτροπή Διορισμών συνεδριάζει παρόντων πέντε μελών αυτής συμπεριλαμβανομένου του οικείου Τμηματάρχου ή του αναπληρωτού αυτού και αποφασίζει διά τεσσάρων τουλάχιστον ψήφων.
(5) Την Επιτροπήν Διορισμών συγκαλεί ο Πρόεδρος αυτής ορίζων και την ημερησίαν διάταξιν.
(6) Χρέη εισηγητού εκτελεί ο οικείος Τμηματάρχης, όστις θέτει υπ’ όψιν της Επιτροπής άπαντα τα αναγκαία εις εκάστην περίπτωσιν στοιχεία.
(7) Εις εκάστην συνεδρίασιν κρατούνται λεπτομερή πρακτικά άτινα υπογράφονται υπό των συνέδρων μετά το πέρας της συνεδριάσεως. Εις τα πρακτικά εκάστη απόφασις είναι ητιολογημένη και διατυπούται, όπου τούτο είναι πρακτικώς δυνατόν, κεχωρισμένως.
(8) Αι αποφάσεις της Επιτροπής Διορισμών μετά την κατ’ άρθρα 7 και 8 επικύρωσιν ή έγκρισιν κοινοποιούνται εγγράφως υπό του Διευθυντού Γραφείου Παιδείας εις τον ενδιαφερόμενον. Αποφάσεις περί τοποθετήσεων ή μεταθέσεων κοινοποιούνται ωσαύτως εις τας οικείας σχολικάς εφορείας προς ενημέρωσιν των.
5.-(1) Η Αναθεωρητική Επιτροπή συντίθεται εκ τριών προσώπων, εκ των οποίων οι δύο απαραιτήτως δέον να είναι νομικοί ή πρώην δικαστικοί, οριζομένων υπό της Επιτροπής Διοικήσεως επί διετεί θητεία.
(2) Ο Πρόεδρος της Αναθεωρητικής Επιτροπής ορίζεται διά της περί διορισμού των μελών αυτής αποφάσεως, προτιμωμένου του έχοντος νομικήν κατάρτισιν, δικαστικού ή άλλου νομικού. Εν εκ των μελών της Επιτροπής ορίζεται υπ’ αυτής ως Γραμματεύς.
(3) Εις τας συνεδριάσεις της Αναθεωρητικής Επιτροπής παρίστανται άνευ ψήφου παρέχοντες τα αναγκαία στοιχεία-
(α) ο Διευθυντής Γραφείου Παιδείας ή ο οικείος Τμηματάρχης,
(β) ο ενδιαφερόμενος καθηγητής, διδάσκαλος ή υπάλληλος,
(γ) εκπρόσωπος της οικείας σχολικής εφορείας προκειμένου περί καθηγητού ή υπαλλήλου,
(δ) ως παρατηρητής, εις εκπρόσωπος της οικείας οργανώσεως, ης ο καθηγητής, ο διδάσκαλος ή ο υπάλληλος είναι μέλος, κατέχων, ει δυνατόν, την ανωτάτην βαθμίδα εν τη εκπαιδευτική ή υπαλληλική ιεραρχία αναλόγως της περιπτώσεως.
Η Αναθεωρητική Επιτροπή συνεδριάζει και εν απουσία τινός ή πάντων τούτων, εάν ούτοι προσεκλήθησαν δεόντως.
(4) Η αρμοδιότης της Αναθεωρητικής Επιτροπής συνίσταται εις την εξέτασιν παραπόνων κατ’ αποφάσεων της Επιτροπής Διορισμών υποβαλλομένων υπό του δικαιουμένου προς τούτο καθηγητού, διδασκάλου ή υπαλλήλου κοινοτικού σχολείου. Η αρμοδιότης αύτη επεκτείνεται και εις πάσαν περίπτωσιν καθ’ ην κοινοτικός νόμος ή κανονισμός καθιεροί ειδικώς δικαίωμα προσφυγής εις την Επιτροπήν ταύτην.
(5) Η Αναθεωρητική Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να εξετάση παράπονα εναντίον αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου προκειμένου περί περικοπής μισθού, καθυστερήσεως προσαυξήσεων, υποβιβασμού και προσωρινής ή οριστικής παύσεως.
(6) Η Αναθεωρητική Επιτροπή συνεδριάζει εν ολομελεία και αποφασίζει δι’ απολύτου πλειοψηφίας.
(7) Την Αναθεωρητικήν Επιτροπήν συγκαλεί ο Πρόεδρος αυτής δι’ εγγράφου προσκλήσεως αναγραφούσης τον τόπον και χρόνον συνεδριάσεως ως και τα συζητητέα θέματα και αποστελλομένης προς άπαντα τα μέλη της Επιτροπής ως και τους κατά νόμον δικαιουμένους να παρευρίσκωνται εις τας συνεδριάσεις, οκτώ τουλάχιστον ημέρας προ της συνεδριάσεως.
(8) Τας σχετικάς αιτήσεις ως και τα απαραίτητα διά την εξέτασιν της υποθέσεως στοιχεία συγκεντρώνει και ταξινομεί ο Πρόεδρος της Επιτροπής ή κατ’ εντολήν αυτού ο Γραμματεύς αυτής.
(9) Δι’ εκάστην περίπτωσιν παραπόνου, ανοίγεται ειδικός φάκελος εις ον τίθενται πλην του παραπόνου αντίγραφον της διοικητικής πράξεως ή των πράξεων καθ’ων στρέφεται το παράπονον, η επί της υποθέσεως έκθεσις του υπευθύνου Τμηματάρχου μετά των παρατηρήσεων του Διευθυντού Γραφείου Παιδείας ως και παν έγγραφον σχέσιν έχον με την υπόθεσιν, μέχρι της εκκαθαρίσεως αυτής. Οι τοιούτοι φάκελοι είναι εμπιστευτικοί υπό την ευθύνην του Προέδρου της Αναθεωρητικής Επιτροπής το δε περιεχόμενον τούτων δεν δύναται να αποκαλυφθή, ειμή μόνον εις τον Πρόεδρον της Συνελεύσεως ή την Επιτροπήν Διοικήσεως.
(10) Αι συνεδριάσεις της Αναθεωρητικής Επιτροπής είναι μυστικαί.
(11) Εις εκάστην συνεδρίασιν τηρούνται πρακτικά υπογραφόμενα μετά το πέρας της συνεδριάσεως υπό πάντων των μελών της Επιτροπής.
(12) Η Αναθεωρητική Επιτροπή δύναται εν συνεδριάσει κατά πάντα χρόνον να ζητήση την αποχώρησιν πάντων των κατά νόμον δικαιουμένων να παρίστανται εις την συνεδρίασιν, εφ’ όσον επιθυμή να διασκεφθή.
(13) Η διάσκεψις των μελών της Αναθεωρητικής Επιτροπής είναι εμπιστευτικής φύσεως απαγορευομένης της υφ’ οιουδήποτε μέλους γνωστοποιήσεως εις τρίτους της γνώμης οιουδήποτε μέλους της Επιτροπής, μηδέ της ιδίας αυτού γνώμης εξαιρουμένης.
(14) Προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Επιτροπής δέον να κατατεθή εντός δεκαπέντε ημερών από της δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως της πράξεως ή αποφάσεως καθ’ης η προσφυγή εις τον ενδιαφερόμενον. Η προθεσμία αύτη επεκτείνεται εις τριάκοντα ημέρας διά τους απουσιάζοντας εκ Κύπρου. Η προσφυγή δυνατόν να γίνη και πέραν των καθοριζομένων χρονικών ορίων, εάν ο αιτητής πείση τα μέλη της Αναθεωρητικής Επιτροπής ότι η καθυστέρησις της προσφυγής ωφείλετο εις λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως του.
(15) Η Αναθεωρητική Επιτροπή δέον να προβή εις εξέτασιν της προσφυγής εντός είκοσι ημερών από της υποβολής ταύτης και άπαξ επιληφθείσα ταύτης οφείλει να διατυπώση το επί ταύτης ητιολογημένον πόρισμα αυτής.
(16) Η Αναθεωρητική Επιτροπή απορρίπτει άνευ εξετάσεως οιανδήποτε προσφυγήν-
(α) εάν περιέχωνται εν αυτή εκφράσεις καταφανώς υβριστικαί,
(β) εάν δεν αναφέρεται εις συγκεκριμένην διοικητικήν πράξιν,
(γ) εάν ο προσφεύγων δεν έχη έννομον συμφέρον προσωπικόν και άμεσον˙
(δ) εάν υπεβλήθη εκπροθέσμως˙
(ε) εάν η υπόθεσις εκφεύγη της αρμοδιότητος της Επιτροπής˙
(στ) εάν αύτη αποκλείηται ειδικώς δι’ οιουδήποτε νόμου ή κανονισμού.
(17) Εις περίπτωσιν καθ’ ην η προσβληθείσα πράξις ηκυρώθη ή ετροποποιήθη ο ενδιαφερόμενος δεν δικαιούται οιασδήποτε αποζημιώσεως, εκτός εάν η Επιτροπή Διοικήσεως κατ’ αίτησιν αυτού αποφασίση άλλως.
(18) Τα μέλη της Αναθεωρητικής Επιτροπής δικαιούνται εξόδων παραστάσεως κατά συνεδρίασιν, καθοριζομένων υπό της επιτροπής Διοικήσεως.
(19) Οι κατά νόμον δικαιούμενοι όπως παρίστανται εις τας συνεδριάσεις της Επιτροπής, δικαιούνται αδείας απουσίας εκ της υπηρεσίας.
6.-(1) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συντίθεται εκ πέντε μελών ως ακολούθως:
(α) του Διευθυντού Γραφείου Παιδείας, ως Προέδρου˙
(β) του Τμηματάρχου Μέσης και Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως˙
(γ) του Τμηματάρχου Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως˙
(δ) ενός νομικού και ενός πρώην εκπαιδευτικού μη μελών της Συνελεύσεως οριζομένων υπό της Επιτροπής Διοικήσεως επί διετεί θητεία.
(2) Η αρμοδιότης του Πειθαρχικού Συμβουλίου συνίσταται εις την εξέτασιν πειθαρχικών παραπτωμάτων καθηγητών, διδασκάλων και υπαλλήλων των κοινοτικών σχολείων και η επιβολή πειθαρχικών ποινών. Η λειτουργία και η αρμοδιότης του Πειθαρχικού Συμβουλίου ρυθμίζονται δι’ ειδικών κανονισμών ψηφιζομένων υπό της Συνελεύσεως, περιλαμβανόντων πειθαρχικάς διατάξεις και ρυθμιζόντων την πειθαρχικήν διαδικασίαν. Οι κανονισμοί ούτοι δύνανται να αναθέτουν μέρος της πειθαρχικής αρμοδιότητος εις άλλα όργανα, αλλά μόνον προκειμένου περί ελαφρών πειθαρχικών παραπτωμάτων.
(3) Αι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου αι επιβάλλουσαι πειθαρχικήν ποινήν περικοπής μισθού, καθυστερήσεως προσαυξήσεων, υποβιβασμού και προσωρινής ή οριστικής παύσεως, υπόκεινται εις επικύρωσιν υπό της Επιτροπής Διοικήσεως.
7.-(1) Αι αποφάσεις της Επιτροπής Διορισμών και αι κατ’ άρθρον 6(3) αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται εις επικύρωσιν υπό της Επιτροπής Διοικήσεως.
(2) Αι αποφάσεις ή τα πορίσματα της Αναθεωρητικής Επιτροπής υπόκεινται εις έγκρισιν υπό του Προέδρου της Συνελεύσεως.
(3) Αι ως άνω αποφάσεις και τα πορίσματα υποβάλλονται εντός δέκα ημερών από της ημέρας καθ’ην ελήφθησαν και προτού εκτελεσθώσι, προς επικύρωσιν ή έγκρισιν.
(4) Αι αποφάσεις και τα πορίσματα ων δεν γίνεται αναπομπή κατά το άρθρον 8 επικυρούνται ή εγκρίνονται εντός δέκα ημερών από της αποστολής των και ακολούθως κοινοποιούνται εις τους ενδιαφερομένους ή και δημοσιεύονται, εάν η δημοσίευσις κρίνεται υπό του Προέδρου της Συνελεύσεως αναγκαία.
8.-(1) Άμα τη υποβολή οιασδήποτε αποφάσεως της Επιτροπής Διορισμών ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου προς επικύρωσιν κατά το προηγούμενον άρθρον, η Επιτροπή Διοικήσεως ή ο Πρόεδρος της Συνελεύσεως κεχωρισμένως έχει, εντός δέκα ημερών από της λήψεως, το δικαίωμα ητιολογημένης αναπομπής της αποφάσεως προς το εκδόν ταύτην όργανον προς επανεξέτασιν.
(2) Άμα τη υποβολή οιουδήποτε πορίσματος της Αναθεωρητικής Επιτροπής προς έγκρισιν κατά το προηγούμενον άρθρον ο Πρόεδρος της Συνελεύσεως έχει, εντός δέκα ημερών από της λήψεως, το δικαίωμα ητιολογημένης αναπομπής του πορίσματος προς το εκδόν τούτο όργανον προς επανεξέτασιν.
(3) Το εκδόν την αναπεμπομένην απόφασιν ή πόρισμα όργανον οφείλει να επανεξετάση, εντός δεκαπέντε ημερών από της λήψεως της αναπομπής, το θέμα και εάν εμμένη εις την αρχικήν αυτού απόφασιν ή πόρισμα δέον να αιτιολογήση ταύτην ή τούτο επαρκώς δι’ αναφοράς εις πάντα τα σημεία της αιτιολογίας της αναπομπής.
(4) Αι μετ’ αναπομπήν ητιολογημέναι αποφάσεις και πορίσματα αποστέλλονται προς τον Πρόεδρον της Συνελεύσεως, όστις αποδέχεται και υπογράφει ταύτας εντός τριών ημερών από της λήψεως και εντέλλεται την κοινοποίησιν τούτων εις τον ενδιαφερόμενον ή και την δημοσίευσιν τούτων εάν κρίνη ταύτην αναγκαίαν.
(5) Αποφάσεις ή πορίσματα τροποποιούμενα βασικώς μετ’ αναπομπήν υπό του εκδόντος ταύτα οργάνου βάσει λόγων άλλων ή των αναφερομένων εις την αναπομπήν, λογίζονται ως νέαι αποφάσεις ή νέα πορίσματα, εφ’ ων δύναται να χωρήση νέα αναπομπή.
9.-(1) Το άρθρον 10 του περί Οργανώσεως του Γραφείου Παιδείας Νόμου αρ.7/1960 καταργείται.
(2) Ο περί Οργανώσεως του Γραφείου Παιδείας (Τροποποιητικός) Νόμος 6/1962 καταργείται.
(3) Ο Κανονισμός περί της Λειτουργίας της Επιτροπής Διορισμών αρ.11/1962 καταργείται.
(4) Ο Κανονισμός περί της Λειτουργίας της Επιτροπής Εξετάσεως Παραπόνων αρ.12/1962 καταργείται.
10. Όπου εις οιονδήποτε Νόμον ή Κανονισμόν της Συνελεύσεως αναφέρεται ο όρος “Επιτροπή Εκδικάσεως Παραπόνων” ή “Επιτροπή Εξετάσεως Παραπόνων”, ούτος θα αναγινώσκηται ως “Αναθεωρητική Επιτροπή”.