61. Οσάκις εν οιαδήποτε διαφημίσει, αγγελία, ή ετέρω επισήμω εντύπω ασφαλιστικής εταιρείας υποκείμενης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, αναφέρεται το ποσόν του εγκεκριμένου κεφαλαίου της εταιρείας, δέον όπως εν τη αυτή δημοσιεύσει αναφέρεται ωσαύτως και το ποσόν του εκδιδομένου και καταβε- καταβεβλημένου κεφαλαίου της εταιρείας.
62.-(1) Το ησφαλισμένον ποσόν, τα ασφάλιστρα και παν έτερον χρηματικόν ποσόν, όπερ ήθελεν αναφέρεται εν οιωδήποτε εγχωρίω ασφαλιστηρίω, δέον όπως είναι εκπεφρασμένα εις το νόμισμα της Δημοκρατίας, εκτός εάν ρητώς οι συμβαλλόμενοι άλλως συμφωνήσωσι, είτε κατά τον χρόνον εκδόσεως του ασφαλιστηρίου είτε και μεταγενεστέρως.
(2) Εν η περιπτώσει οι συμβαλλόμενοι επί εγχωρίου ασφαλιστηρίου ήθελον συμφωνήσει ότι το ησφαλισμένον ποσόν, τα ασφάλιστρα ως και παν έτερον εν τω ασφαλιστηρίω αναφερόμενον ποσόν θα είναι εκπεφρασμένα εις νόμισμα έτερον ή το νόμισμα της Δημοκρατίας, η γενομένη συμφωνία ως και το επιλεγέν νόμισμα θα αναγράφωνται σαφώς εν τω ασφαλιστηρίω ή οπισθογράφωνται επ' αυτού δι' εντύπων ή δακτυλογραφημένων ψηφίων ουχί μικροτέρων και εξ ίσου ευαναγνώστων ως και τα ψηφία δι' ων αναγράφονται αι λοιπαί πρόνοιαι του ασφαλιστηρίου.
- 72/1984
- 166/1990
63. Ουδείς δύναται να ενεργή εν τη Δημοκρατία ως αντιπρόσωπος ασφαλειών, μεσίτης ή αντιπρόσωπος μεσιτών, εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 64.
64.-(1) Η αίτησις εγγραφής αντιπροσώπου ασφαλειών, μεσιτών ή αντιπροσώπου μεσιτών υποβάλλεται εις τον Έφορον εν τω καθορισμένω τύπω.
(2) Ο Έφορος δεν προβαίνει εις εγγραφήν ή ακυροί την εγγραφήν οιουδήποτε προσώπου ως αντιπροσώπου ασφαλειών μεσίτου ή αντιπροσώπου μεσιτών-
(α) εάν δεν έχη ικανοποιηθή-
(ι) προκειμένου περί φυσικού ή νομικού προσώπου, ή περί σώματος προσώπων ή οργανισμού μη έχοντα νομικήν προσωπικότητα, εκτός συνεταιρισμού περιωρισμένης ευθύνης, ότι άπαντες οι απασχολούμενοι εκ μέρους του τοιούτου προσώπου, σώματος προσώπων ή οργανισμού ως μεσάζοντες επί ζητημάτων ασφαλίσεως μεταξύ οιουδήποτε προσώπου και οιουδήποτε ασφαλιστού ή
(ιι) προκειμένου περί συνεταιρισμού περιωρισμένης ευθύνης, ότι άπαντες οι συνεταίροι, εκτός των επί περιωρισμένη ευθύνη συνεταίρων, ως και οι ασχολούμενοι εκ μέρους του συνεταιρισμού ως μεσάζοντες επί ζητημάτων ασφαλίσεως μεταξύ οιουδήποτε προσώπου και οιουδήποτε ασφαλιστού,
θα είχον τα προσόντα να εγγραφώσιν ως εάν ήσαν αντιπρόσωποι ασφαλειών, μεσίται ή αντιπρόσωποι μεσιτών ή
(β) εάν-
(ι) δυνάμει του εν ισχύι εν τη Δημοκρατία νόμου του αφορώντος εις την πτώχευσιν εξεδόθη διάταγμα παραλαβής κατά του αιτητού ή του εγγραφέντος προσώπου, ως θα ήτο η περίπτωσις, ή εάν οιοσδήποτε εξ αυτών εκηρύχθη εις πτώχευσιν και εν εκατέρα περιπτώσει δεν έτυχεν αποκαταστάσεως ή, δυνάμει του εν τη Δημοκρατία εν ισχύι οικείου νόμου, συνωμολόγησε συμβιβασμόν ή εκχώρησιν ή ετέραν διευθέτησιν μετά των πιστωτών αυτού, η δε τοιαύτη πράξις δεν έχει ακυρωθή ή καταργηθή ή
(ιι) ο αιτητής ή το εγγραφέν πρόσωπον κατεδικάσθη παρ' οιουδήποτε δικαστηρίου, οπουδήποτε κειμένου δι' αδίκημα εμπεριέχον το στοιχείον της ελλείψεως εντιμότητος εφ' όσον δεν προσέβαλε δι' εφέσεως την τοιαύτην καταδίκην, ή ήσκησεν έφεσιν αλλ' αύτη απεσύρθη ή απερρίφθη:
Νοείται ότι ο Έφορος κέκτηται εξουσίαν όπως, τη εγκρίσει του Υπουργού, μη επιμείνη επί της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσης υποπαραγράφου εάν άλλως ήθελεν ικανοποιηθή ως προς τον χαρακτήρα και την ικανότητα του αιτητού ή εγγραφέντος προσώπου και ότι λόγω των ειδικών συνθηκών της περιπτώσεως και του μεσολαβήσαντος χρονικού διαστήματος και της κατ' αυτό επιδειχθείσης διαγωγής αυτού θα ήτο εύλογον όπως μη επιμείνη εις την εφαρμογήν των ρηθεισών διατάξεων
(γ) εάν δεν έχη ικανοποιηθή ότι ο αιτητής κατέχη τας αναγκαίας διά την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού ως αντιπροσώπου ασφαλειών, μεσίτου ή αντιπροσώπου μεσιτών γνώσεις και πείραν, ως αύται ήθελον καθορισθή διά Κανονισμών εκδιδομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.
(3) Παν Πιστοποιητικόν Εγγραφής εκδιδόμενον δυνάμει του παρόντος άρθρου δέον όπως, διαρκούσης της χρονικής αυτού ισχύος, αναρτάται εμφανώς υπό του κατόχου εις τον κύριον τόπον διεξαγωγής εργασιών αυτού εν τη Δημοκρατία και εις τοιούτο μέρος ένθα το κοινόν δικαιούται να εισέρχεται, αντίγραφον δε τούτου ομοίως θα αναρτάται εις έκαστον των εν τη Δημοκρατία υποκαταστημάτων του αντιπροσώπου ασφαλειών, του μεσίτου ή του αντιπροσώπου μεσιτών.
(4) Άμα ως ειδοποιηθή ο αντιπρόσωπος ασφαλειών, ο μεσίτης ή ο αντιπρόσωπος μεσιτών ότι η Εγγραφή αυτού έχει ακυρωθή, ούτος οφείλει αμέσως να παραδώση το Πιστοποιητικόν και παν αντίγραφον τούτου εις τον Έφορον.
(5) Πας όστις άνευ νομίμου αιτίας παραλείπει να συμμορφωθή προς τας διατάξεις των ανωτέρω εδαφίων (3) και (4), ή όστις αναρτά ή αφήνει να συνεχίση να είναι ανηρτημένον πιστοποιητικόν, όπερ δεν είναι ή έπαυσε να είναι έγκυρον, είναι ένοχος αδικήματος και, επί τη καταδίκη του, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
65. Έκαστος εγγεγραμμένος μεσίτης ή αντιπρόσωπος μεσιτών οφείλει όπως-
(α) τηρή τακτικούς και ειδικούς λογαριασμούς επί πάσης ασφαλιστικής εργασίας διεξαχθείσης μέσω αυτού ή της αντιπροσωπείας αυτού μετά μελών ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) και ετέρων ασφαλιστών
(β) υποβάλλη εν τω καθωρισμένω τύπω εις τον Έφορον εντός εξ μηνών από της λήξεως εκάστου οικονομικού έτους, έκθεσιν επί πασών των εν παραγράφω (α) αναφερομένων ασφαλιστικών εργασιών και
(γ) τοποθετή περιουσιακά στοιχεία εις εγκεκριμένην τοποθέτησιν συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 20, αναφορικώς προς οιασδήποτε ασφαλιστικάς εργασίας διεξαχθείσας υπ' αυτού ή μέσω αυτού μετά τίνος ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) ή ασφαλιστικών εταιρειών αίτινες δεν κατέχουν άδειαν ασκήσεως εργασιών εν τη Δημοκρατία η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 20 και 21 εκτείνεται και επί μεσιτών, ως εάν ούτοι ήσαν ασφαλιστικαί εταιρείαι.
66.-(1) Πας όστις εκδίδει οιονδήποτε λογαριασμόν, ισολογισμόν, κατάστασιν ή έτερον έγγραφον συμφώνως προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου, όπερ ήθελεν είναι ψευδές εν τινι ουσιώδει αυτού στοιχείω ως και πας έτερος όστις μετέχει εις την παρασκευήν ή έκδοσιν του εγγράφου ή υπογράφει τούτο, είναι ένοχος αδικήματος εκτός εάν αποδειχθή ότι ο κατηγορούμενος εφ' όσον πρόκειται περί φυσικού προσώπου, ή εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν, άπαντες οίτινες ήθελον ενεργήσει διά λογαριασμόν του κατηγορουμένου, δεν εγνώριζον το ψευδές του εγγράφου ότε εξεδόθη.
(2) Πρόσωπον όπερ ήθελεν ευρεθή ένοχον του εν τω παρόντι άρθρω προνοουμένου αδικήματος υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1500 ή εις φυλάκισιν μέχρι τριών ετών, ή εις αμφοτέρας τας ως άνω ποινάς, εφ' όσον πρόκειται περί φυσικού προσώπου, εις χρηματικήν δε ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας δύο χιλιάδας λίρας εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν.
67.-(1) Πας όστις πείθει ή παρακινεί ή πειράται να πείση ή παρακινήση έτερον όπως συνομολογήση ή υποβάλη αίτησιν προς συνομολόγησιν ασφαλιστικής συμβάσεως μετά προσώπου, όπερ δεν κέκτηται την επί τούτω άδειαν ως υπέχει υποχρέωσιν συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος Νόμου, και όπερ δεν είναι μέλος εγκεκριμένης δυνάμει του Νόμου ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) είναι, υπό της επιφύλαξιν των εν εδαφίω (3) διατάξεων, ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας πεντακόσιας λίρας.
(2) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του εδαφίου (3), πρόσωπον τι είναι ένοχον του εν εδαφίω (1) προνοουμένου αδικήματος ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι-
(α) η ασφαλιστική εργασία διεξάγεται υπό μεσίτου ασφαλειών και
(β) η ασφαλιστική σύμβασις συνομολογείται εν αγνοία και άνευ της συναινέσεως αυτού μετά προσώπου, όπερ δεν κατέχει άδειαν ασφαλιστού ουδέ είναι μέλος εγκεκριμένης ενώσεως ασφαλιστών (underwriters).
(3) Το πρόσωπον όπερ ήθελε πείσει ή παρακινήσει έτερον όπως συνομολογήση ασφαλιστικήν σύμβασιν ως η προνοουμένη εν εδαφίω (1), δεν είναι ένοχον αδικήματος δυνάμει του εν λόγω εδαφίου εάν-
(α) η ασφάλισις εν τω συνόλω της αναληφθή υπό μεσίτου εξουσιοδοτημένου υπό εγκεκριμένης ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) όπως διεξάγη ασφαλιστικάς εργασίας μετά μελών της ενώσεως και
(β) σημαντικόν μέρος του ασφαλιζομένου κινδύνου ασφαλισθή παρά τινι αδειούχω ασφαλιστή, ή παρά τινι των μελών εγκεκριμένης ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) ή παρά τινι αδειούχω ασφαλιστή και τινι των μελών εγκεκριμένης ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) και
(γ) το μέρος του ησφαλισμένου κινδύνου, όπερ δεν ήθελεν ασφαλισθή συμφώνως ταις διατάξεσι της παραγράφου (β), ασφαλισθή παρά τινι ασφαλιστή όστις δεν επιδιώκει αμέσως ή εμμέσως εργασίας εν τη Δημοκρατία, ουδέ διαφημίζει τας εργασίας αυτού εν οιαδήποτε εφημερίδι ή ετέρω εντύπω εν τη Δημοκρατία.
68.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ασφαλιστική εταιρεία παραλείπουσα να συμμορφωθή προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται, εκτός οσάκις προνοήται ετέρα ποινή, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £750 ή, εν περιπτώσει συνεχιζομένης παραλείψεως συμμορφώσεως εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250 δι' εκάστην ημέραν καθ' ην εξακολουθεί η παράλειψις · εις την αυτήν ποινήν υπόκειται έκαστον μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ο διευθυντής, ο γραμματεύς ή έτερος υπάλληλος ή αντιπρόσωπος της εταιρείας όστις εν γνώσει αυτού μετέχει της τοιαύτης παραλείψεως.
(2) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου εάν τοιαύτη παράλειψις εξακολουθήση διά περίοδον τριών μηνών, αφ' ης ο Έφορος ήθελε κοινοποιήσει τη εταιρεία ειδοποίησιν περί την γενομένην παράλειψιν (τη αιτήσει ενός ή πλειόνων κατόχων ασφαλιστηρίων ή μετόχων ο Έφορος διατάσσει την δημοσίευσιν της τοιαύτης ειδοποιήσεως εις μίαν ή πλείονας εφημερίδας), η παράλεψις θα συνιστά λόγον προς διάλυσιν της εταιρείας υπό του δικαστηρίου συμφώνως ταις διατάξεσι του περί Εταιρειών Νόμου.
(3) Το παρόν άρθρον δεν τυγχάνει εφαρμογής καθ' όσον αφορά εις παράλειψιν συμμορφώσεως προς τας διατάξεις των άρθρων 7 και 15, του εδαφίου (4) του άρθρου 36, του άρθρου 37 ως και του Δευτέρου Πίνακος.
69. Πας όστις δι' οιασδήποτε δηλώσεως, υποσχέσεως ή προβλέψεως εν γνώσει ότι αύτη είναι παραπλανητική, ψευδής ή απατηλή, ή δι' οιασδήποτε ανέντιμου αποκρύψεως ουσιωδών γεγονότων, ή διά της απερισκέπτου (ανεντίμως ή άλλως πως) δηλώσεως, υποσχέσεως ή προβλέψεως ήτις είναι παραπλανητική, ψευδής ή απατηλή, παρασύρει ή αποπειράται να παρασύρη έτερον όπως συνάψη ή προσφερθή να συνάψη οιανδήποτε ασφαλιστικήν σύμβασιν μετ' ασφαλιστικής τίνος εταιρείας είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και ο αχθείς εις σύναψιν ασφαλιστικού συμβολαίου μετά της τοιαύτης ασφαλιστικής εταιρείας δύναται κατ' εκλογήν αυτού είτε να ζητήση την ακύρωσιν της συμβάσεως και την ανόρθωσιν πάσης ζημίας κατά τας διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου είτε να εμμείνη εις την εκπλήρωσιν της συμβάσεως και απαιτήση όπως αποκατασταθή εις ην θέσιν θα ευρίσκετο εάν αι ανωτέρω γενόμενοι δηλώσεις , υποσχέσεις ή προβλέψεις ήσαν αληθείς:
Νοείται ότι ο ισχυρισμός οιουδήποτε προσώπου αχθέντος εις σύναψιν ασφαλιστικής συμβάσεως ότι παρεπλανήθη ή εξηπατήθη ένεκα παραπλανητικής, ψευδούς ή απατηλής δηλώσεως ή ένεκα ανέντιμου αποκρύψεως ουσιωδών γεγονότων ή ένεκα απερισκέπτου (ανεντίμως ή άλλως πως) δηλώσεως, υποσχέσεως ή προβλέψεως δεν γίνεται αποδεκτός, εάν το εν λόγω πρόσωπον είχε δηλώσει εγγράφως, προ της συνάψεως της συμβάσεως, ότι ανέγνωσε και κατενόησε πλήρως πάσας τας πληροφορίας αναφορικώς προς το περιεχόμενον της τας καθοριζομένας διά κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του άρθρου 78.
- 72/1984
- 166/1990
70.-(1) Παν πρόσωπον ή ένωσις προσώπων μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος όπερ ασφαλίζει, αμέσως ή εμμέσως, οιονδήποτε κίνδυνον ή περιουσίαν κειμένην εν τη Δημοκρατία, πλην περιουσίας ασφαλιζομένης διά ασφαλίσεως κλάδου θαλάσσης, αέρος και μεταφορών, μετ' ασφαλιστικής εταιρείας ή ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) μη κατεχόντων άδειαν διεξαγωγής ασφαλιστικών εργασιών εν τη Δημοκρατία διαπράττει ποινικόν αδίκημα.
(2) Πρόσωπον όπερ ήθελεν ευρεθή ένοχον ποινικού αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (1) υπόκειται εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας χιλίας λίρας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, εφ' όσον πρόκειται περί φυσικού προσώπου, εις χρηματικήν δε ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας τρεις χιλιάδας λίρας εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν.
71.-(1) Πας όστις παραβαίνει ή παραλείπει να συμμσρφωθή προς οιανδήποτε των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, επί τη καταδίκη του, υπόκειται εις φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1500, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, και, εν περιπτώσει εξακολουθήσεως της παραλείψεως, εις επιπρόσθετον χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250 δι' εκάστην ημέραν καθ' ην εξακολουθεί η παράλειψις.
(2) Εν περιπτώσει παραβάσεως ή παραλείψεως συμμορφώσεως διαπραττομένης υπό νομικού προσώπου ή ενώσεως προσώπων ή οργανισμού άνευ νομικής προσωπικότητος, παν πρόσωπον όπερ κατά τον χρόνον της παραβάσεως ή της παραλείψεως συμμορφώσεως, ήτο μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντής, γραμματεύς ή έτερος υπάλληλος ή αντιπρόσωπος του νομικού προσώπου ή ήτο μέλος της ενώσεως προσώπων ή του οργανισμού, είναι ένοχος αδικήματος και, επί τη καταδίκη του, υπόκειται εις τας εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένας ποινάς, εκτός εάν αποδείξη ότι η παράβασις ή η παράλειψις συμμορφώσεως διεπράχθη εν αγνοία αυτού ή ότι κατέβαλε την δέουσαν επιμέλειαν διά την παρεμπόδισιν αυτής.
(3) Το παρόν άρθρον δεν τυγχάνει εφαρμογής εφ' οιασδήποτεπεριπτώσεως εμπιπτούσης εις τας διατάξεις του άρθρου 68 ή εφ' οιασδήποτε περιπτώσεως συνιστώσης αδίκημα κατά παράβασιν οιουδήποτε ετέρου άρθρου του παρόντος Νόμου.
72. Αι χρηματικοί ποιναί αίτινες επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος Νόμου εισπράττονται και διατίθενται καθ' ον τρόπον και αι δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου επιβαλλόμενοι τοιαύται.
73. Αι ειδοποιήσεις αίτινες δυνάμει του παρόντος Νόμου αποστέλλονται εις κατόχους ασφαλιστηρίων, απευθύνονται και αποστέλλονται εις τα πρόσωπα εις α συνήθως αποστέλλονται αι αφορώσαι εις το ασφαλιστήριον ειδοποιήσεις πάσα δε ούτω αποστελλομένη ειδοποίησις λογίζεται ως ειδοποίησις γενομένη προς τον κάτοχον του ασφαλιστηρίου:
Νοείται ότι οσάκις πρόσωπον, όπερ ισχυρίζεται ότι κέκτηται συμφέρον τι εν ασφαλιστηρίω ήθελεν ειδοποιήσει εγγράφως την εταιρείαν περί του συμφέροντος αυτού αι δυνάμει του παρόντος Νόμου αποστελλόμενοι εις κατόχους ασφαλιστηρίων ειδοποιήσεις αποστέλλονται ωσαύτας και εις το εν λόγω πρόσωπον, εις την υπ' αυτού καθοριζομένην εν τη ειδοποιήσει διεύθυνσιν.
74.-(1) Ο Υπουργός δύναται να ορίση ότι θα υπόκεινται εις επιθεώρησιν τα δυνάμει του παρόντος Νόμου κατατιθέμενα παρά τω Εφόρω έγγραφα ή τα κεκυρωμένα αντίγραφα τούτων πας τις δύται να λάβη αντίγραφα των τοιούτων εγγράφων τη καταβολή των υπό του Υπουργού καθοριζομένων τελών.
(2) Παν έγγραφον, φερόμενον ως κεκυρωμένον υπό του Εφόρου αντίγραφον ούτω κατατιθεμένου εγγράφου, γίνεται δεκτόν ως αντίγραφον του εγγράφου έχον αυτήν αποδεικτικήν ισχύν ως και το πρωτότυπον, εκτός καθ' ην έκτασιν ήθελεν αποδειχθή υφισταμένη μεταξύ πρωτοτύπου και αντιγράφου διαφορά.
75.-(1) Εν συνεννοήσει μετά των ασφαλιστικών εταιρειών, αίτινες κέκτηνται άδειαν ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών του κλάδου μηχανοκινήτων οχημάτων, ο Υπουργός δύναται να λάβη παν μέτρον όπερ ούτος ήθελε κρίνει αναγκαίον ή ευκταίον προς καθίδρυσιν ταμείου (κληθησομένου "Ταμείον Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων" εν τοις εφεξής δε αναφερομένου ως το "Ταμείον"), όπερ ήθελε τελεί υπό την διοίκησιν και έλεγχον του Συμβουλευτικού Σώματος Ασφαλειών και λειτουργεί βάσει Κανονισμών εκδιδομένων υπό του εν λόγω Συμβουλευτικού Σώματος εν συνεννοήσει μετά των τοιούτων ασφαλιστικών εταιρειών και δημοσιευομένων εν τη επισήμω εφημερίδι· η καθίδρυσις του ταμείου γίνεται επί τω τέλει ικανοποιήσεως απαιτήσεων αίτινες απορρέουσιν εκ κινδύνων υπέρ τρίτου οι οποίοι απαιτείται όπως καλύπτωνται υπό της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της προβλεπομένης υπό των διατάξεων του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλειαι υπέρ Τρίτου) Νόμου και οι οποίοι δεν έχουν ούτω καλυφθή ή έχουν καλυφθή υπό ατελούς ασφαλείας, ή δι' ετέρους δευτερευούσης φύσεως σκοπούς καθοριζομένους υπό του Υπουργού εν συνεννοήσει μετά των ασφαλιστικών εταιρειών, αίτινες κέκτηνται άδειαν ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών του κλάδου μηχανοκινήτων οχημάτων.
(2) Εκάστη εταιρεία, έχουσα άδειαν ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών του κλάδου μηχανοκινήτων οχημάτων, καταβάλλει τω Ταμείω τας υπό του Συμβουλευτικού Σώματος Ασφαλειών εκάστοτε καθοριζομένας ετησίας εισφοράς · εκ του Ταμείου καταβάλλονται τοιαύτα ποσά άτινα, τηρουμένων των εν τοις ανωτέρω γενομένων Κανονισμών, το Συμβουλευτικόν Σώμα Ασφαλειών ήθελεν εκάστοτε καθορίσει.
76.—(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των πινάκων ασφαλίστρων που μια ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλιζομένους.
(2) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί την προηγούμενη κοινοποίηση ή έγκριση της προτεινόμενης αύξησης των ασφαλίστρων, στα πλαίσια εφαρμογής ενός γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.
(3) Για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε σχέση με αναλογιστικές αρχές, οι ασφαλιστικές εταιρείες που ασκούν εργασίες στον κλάδο ζωής και στον κλάδο ατυχημάτων οφείλουν όπως υποβάλλουν στον Έφορο στοιχεία σχετικά με τις τεχνικές βάσεις που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των μαθηματικών αποθεμάτων τους.
77. Επιφυλαττομένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 37, άπασαι αι δυνάμει του παρόντος Νόμου υπό του Υπουργού ως και του Εφόρου διενεργούμεναι δαπάναι βαρύνουσι το Πάγιον Ταμείον της Δημοκρατίας.
78.-(1) Δύνανται να εκδοθούν κανονισμοί απαιτούντες παρ' οιουδήποτε προσώπου, όπερ-
(α) προσκαλεί έτερον όπως υποβάλη προσφοράν ή πρότασιν ή προβή εις οιονδήποτε έτερον διάβημα προς τον σκοπόν συνάψεως ασφαλιστικής συμβάσεως μετά τίνος ασφαλιστικής εταιρείας· και
(β) συνδέεται μετά της εταιρείας ταύτης ως προβλέπεται υπό των Κανονισμών,
όπως παρέχη εις το πρόσωπον προς το οποίον απευθύνεται η πρόσκλησις τας καθοριζομένας πληροφορίας αναφορικώς προς το περιεχόμενον της εν λόγω συμβάσεως και περί της σχέσεως του προτείνοντος την σύμβασιν μετά της ασφαλιστικής εταιρείας.
(2) Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδόμενοι κανονισμοί δύνανται να διαλαμβάνουν διαφοροποιημένας διατάξεις αναφορικώς προς διαφορετικάς περιπτώσεις και περιστάσεις.
(3) Πας όστις παραβαίνει τους δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδομένους Κανονισμούς είναι ένοχος ποινικού αδικήματος.
- 72/1984
- 166/1990
79.-(1) Κανονισμοί δύνανται να εκδοθούν αναφορικώς προς την μορφήν και το περιεχόμενον των ασφαλιστικών διαφημίσεων.
(2) Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδόμενοι κανονισμοί δύνανται να περιέχουν διαφοροποιημένος διατάξεις εν σχέσει προς ασφαλιστικάς διαφημίσεις διαφορετικών κατηγοριών ή είδους.
(3) Τηρουμένου του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, παν πρόσωπον όπερ
εκδίδει ασφαλιστικήν διαφήμισιν κατά παράβασιν κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι ένοχον ποινικού αδικήματος.
(4) Πρόσωπον όπερ εν τη συνήθη πορεία των εργασιών του εκδίδει κατ' εντολήν ετέρου διαφήμισιν, της οποίας η υπό του ετέρου τούτου προσώπου έκδοσις συνιστά ποινικόν αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (3), δεν είναι ένοχον ποινικού αδικήματος εάν απόδειξη ότι το εν τη διαφημίσει περιεχόμενον υλικόν δεν επενοήθη ή επελέχθη (εν όλω ή εν μέρει) υπ' αυτού ή υφ' οιουδήποτε ετέρου προσώπου τελούντος υπό τας οδηγίας ή τον έλεγχον αυτού.
(5) Εν τω παρόντι άρθρω "ασφαλιστική διαφήμισις" σημαίνει διαφήμισιν προσκαλούσαν πρόσωπα όπως συνάψουν ή προσφερθούν να συνάψουν ασφαλιστικάς συμβάσεις διαφήμισις ήτις περιέχει πληροφορίας προωρισμένας να οδηγήσουν αμέσως ή εμμέσως πρόσωπα εις την σύναψιν ή την προσφοράν συνάψεως τοιούτων συμβάσεων θα θεωρήται ως διαφήμισις προσκαλούσα αυτά όπως προβούν εις τούτο.
(6) Εν τω παρόντι άρθρω "διαφήμισις" περιλαμβάνει πάσαν μορφήν διαφημίσεως, ανεξαρτήτως εάν αύτη πραγματοποιήται διά δημοσιεύσεως, δι' αναρτήσεως ειδοποιήσεων, δι' εγκυκλίων ή ετέρων εγγράφων, δι' επιδείξεως φωτογραφιών ή κινηματογραφικών ταινιών, διά του ραδιοφώνου ή της τηλεοράσεως· μνεία δε της εκδόσεως διαφημίσεως θα ερμηνεύηται αναλόγως.
(7) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου διαφήμισις εκδοθείσα υφ' οιουδήποτε προσώπου διά λογαριασμόν ή κατ' εντολήν ετέρου προσώπου θα θεωρήται ως διαφήμισις εκδοθείσα υπό του ετέρου τούτου προσώπου· διά τους σκοπούς δε οιασδήποτε δυνάμει του παρόντος άρθρου διαδικασίας διαφήμισις προσκαλούσα πρόσωπα όπως συνάψουν ή προσφερθούν να συνάψουν συμβάσεις μετά προσώπου καθοριζομένου εν τη διαφημίσει θα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι έχει εκδοθή υπό του εν λόγω προσώπου.
80. Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς εν γένει διά την καλλιτέραν πραγμάτωσιν των σκοπών του παρόντος Νόμου, ειδικώτερον δε και άνευ επηρεασμού της γενικότητος των ανωτέρω-
(α) δι' οιονδήποτε σκοπόν διά τον οποίον απαιτείται η έκδοσις Κανονισμών δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(β) διά τον καθορισμόν των καταβλητέων δυνάμει του παρόντος Νόμου νενομι- νενομισμένων τελών·
(γ) διά τον καθορισμόν παντός θέματος, όπερ δυνάμει του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού·
(δ) διά την ρύθμισιν της διαδικασίας υποβολής αιτήσεων και της παροχής αδείας δυνάμει του παρόντος Νόμου.
81. Κανονισμοί εκδιδόμενοι επί τη βάσει του παρόντος Νόμου, κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν εντός τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι' αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους κατατεθέντος Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύι από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ' αυτής και τίθενται εν ισχύι από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.
82.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και τηρουμένου παντός όρου και περιορισμού ον ο Υπουργός ήθελεν επιβάλει, ο Υπουργός δύναται τη αιτήσει ασφαλιστικής τίνος εταιρείας να αποφασίση όπως οιαδήποτε ασφαλιστική εργασία, ην ο ασφαλιστής ασκεί ή προτίθεται να ασκήση και ήτις εμπίπτει εν τινι ειδικώ κλάδω, θεωρήται διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ως ασφαλιστική εργασία ετέρου κλάδου.
(2) Ο Υπουργός δεν θέλει αποδέχεται την γενομένην δυνάμει του εδαφίου (1) αίτησιν, εκτός εάν πεισθή ότι η τοιαύτη απόφασις δεν ήθελεν είναι επιβλαβής διά τα συμφέροντα οιουδήποτε προσώπου, ουδέ καταστρατηγεί τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
83.-(1) Πάσα έκδοσις, τροποποίησις ή ακύρωσις αδείας επί τη βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δημοσιεύεται εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Ο τρόπος και το περιεχόμενον της δημοσιεύσεως καθορίζονται διά Κανονισμών.
84. Οι εν τη πρώτη στήλη του Πέμπτου Πίνακος εκτιθέμενοι νόμοι τυγχάνουσιν εφαρμογής υποκείμενοι εις τας εν τη δευτέρα στήλη του ως είρηται Πίνακος, έναντι ενός εκάστου τοιούτου νόμου, αναγραφομένας τροποποιήσεις, αίτινες κατέστησαν αναγκαίοι ως εκ των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
85.-(1) Οι περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμοι του 1967 έως 1980 διά του παρόντος καταργούνται.
(2) Οι δυνάμει των καταργουμένων Νόμων εκδοθέντες Κανονισμοί θα συνεχίσουν να ισχύουν εις ην έκτασιν δεν είναι ασυμβίβαστοι προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου μέχρις ότου τροποποιηθούν, ή ανακληθούν διά Κανονισμών εκδοθησομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(3) Πας διορισμός, εξουσιοδότησις, έγκρισις, διάταγμα ή πάσης φύσεως πράξις γενομένη υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ή οιασδήποτε ετέρας αρχής ή προσώπου δυνάμει των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών λογίζονται ως γενόμεναι δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(4) Πάσα εγγραφή γενομένη η άδεια εκδοθείσα δυνάμει των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών λογίζεται γενομένη ή εκδοθείσα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
86. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται εις ημερομηνίαν καθορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διά γνωστοποιήσεως δημοσιευθησομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας δυνατόν να ορισθώσι διαφορετικαί ημερομηνίαι καθ' όσον αφορά εις την έναρξιν διαφόρων άρθρων του παρόντος Νόμου.