16.-(1) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να τηρήσει οποιαδήποτε από τις διατάξεις:-
(α) του άρθρου 3(1)·
(β) του άρθρου 9(Α)·
(γ) του άρθρου 10·
(δ) του άρθρου 11(1)·
(ε) του άρθρου 14(2)· ή
(στ του άρθρου 15(3),
τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £1000 ή σε φυλάκιση για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, ή και στις δυο αυτές ποινές· σε περίπτωση όμως δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £1500 ή σε φυλάκιση για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, ή και στις δυο αυτές ποινές.
(2) Επιπρόσθετα το εκδικάζον δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει την κατάσχεση των αγαθών ή των αντικειμένων με τα οποία ή σε σχέση με τα οποία έχει διαπραχθεί το αδίκημα.
- 5/1987
- 3(I)/1992
- 158(I)/2002
17. Όταν αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, το οποίο έχει διαπραχθεί από νομικό πρόσωπο, αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή ανοχή, ή ότι οφείλεται σε αμέλεια, οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου, ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο αυτό καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος τούτου και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο παρών Νόμος για το συγκεκριμένο αδίκημα.
18.-(1) Πρόσωπο το οποίο στο έδαφος της Δημοκρατίας παρακινεί ή βοηθά στην τέλεση στο έδαφος άλλης χώρας πράξης σχετικής με αγαθά, η οποία αν ετελείτο στο έδαφος της Δημοκρατίας θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 3, είναι ένοχος αδικήματος εφόσον η σχετική ανακριβής εμπορική περιγραφή συνιστά ένδειξη, ή οτιδήποτε είναι πιθανόν να εκληφθεί ως ένδειξη, ότι τα αγαθά ή τμήματα αυτών έχουν κατασκευασθεί, παραχθεί, επεξεργασθεί ή επισκευασθεί στη Δημοκρατία.
(2) Πρόσωπο το οποίο ευρίσκεται ένοχο του αδικήματος που προβλέπει το εδάφιο (1) υπόκειται στις ίδιες ποινές που προβλέπει το εδάφιο (1) του άρθρου 16.
19. Όταν η διάπραξη απ’ οποιοδήποτε πρόσωπο ενός αδικήματος που προβλέπει ο παρών Νόμος οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη ενός άλλου προσώπου, το άλλο αυτό πρόσωπο είναι ένοχος του αδικήματος και μπορεί δυνάμει του παρόντος άρθρου να διωχθεί ποινικά και καταδικασθεί για το αδίκημα ανεξάρτητα αν ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη εναντίον του πρώτου αναφερόμενου προσώπου.