35.-(1) Ο ζημιούμενος από πράξεις ή παραλείψεις επιχειρήσεως ενεργηθείσες κατά παράβαση των άρθρων 4 ή 6 του παρόντος Νόμου, έχει κατ’ αυτής αγώγιμο δικαίωμα για τις ζημιές που υπέστη.
(2) Τηρουμένων των συνήθων κανόνων που διέπουν την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ο κατά το εδάφιο (1) ζημιούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος προς παρεμπόδιση της συνέχισης της παράβασης του άρθρου 4 ή 6.
36.-(1) Η Επιτροπή αποστερείται της εξουσίας προς επιβολή χρηματικών κυρώσεων για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αν δεν ασκήσει την εξουσία αυτή μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες-
(α) μέσα σε προθεσμία τριών ετών προκειμένου περί παραβάσεων διατάξεων αναφορικά με γνωστοποιήσεις συγχωνεύσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7(2), με αιτήσεις για αρνητική πιστοποίηση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16(9), με γνωστοποιήσεις συμπράξεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21(6), με αιτήματα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24(4) και (5), και με εντολές της Επιτροπής προς διεξαγωγή έρευνας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25(6) και (7) και
(β) μέσα σε προθεσμία πέντε ετών προκειμένου περί όλων των άλλων παραβάσεων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22(3)(β) και (γ).
(2) Η προθεσμία προσμετράται από την ημέρα που συντελέστηκε η παράβαση, σε περίπτωση δε κατ’ εξακολούθηση ή κατ’ επανάληψη παράβασης από την ημέρα που τερματίστηκε η παράβαση.
(3) Η προθεσμία διακόπτεται με την έναρξη της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας.
36Α. Οι χρηματικές κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου επιβάλλονται με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας και αφού ληφθεί υπόψη η φύση και η σοβαρότητα της παράβασης σε κάθε περίπτωση.
- 207/1989
- 155(I)/2000
37. Οι χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται κατά τον παρόντα Νόμο από την Επιτροπή εισπράττονται ως χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες από Δικαστήριο κατά την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας.
- 207/1989
- 111(I)/1999
38.-(1) Με Διάταγμα του Υπουργού που εκδίδεται κατόπιν γνώμης της Επιτροπής και δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας καθορίζονται ο τύπος, το περιεχόμενο και ο τρόπος υποβολής και καταχώρησης:
(α) Των κατά τα άρθρα 16(3) και 18(3) αιτήσεων προς ατομική αρνητική πιστοποίηση ή ατομική εξαίρεση
(β) των κατά το άρθρο 21(1) ενεργούμενων γνωστοποιήσεων
(γ) των κατά το άρθρο 28(3) υποβαλλόμενων καταγγελιών
(δ) παντός άλλου συναφούς προς τις ανωτέρω αιτήσεις, γνωστοποιήσεις ή καταγγελίες θέματος.
(2) Με Διάταγμα που εκδίδεται κατά τα ανωτέρω καθορίζεται και ο τρόπος δημοσίευσης αποφάσεων ή άλλων εγγράφων της Επιτροπής.
39. Για τις προβλεπόμενες από τον παρόντα Νόμο κλητεύσεις ενώπιον της Επιτροπής ή για τις επιδόσεις αποφάσεων και εγγράφων της Επιτροπής και της Υπηρεσίας, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι περί επιδόσεως δικογράφων διατάξεις.
40.-(1) Η Επιτροπή καταρτίζει και υποβάλλει στον Υπουργό ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) καταρτιζόμενη έκθεση υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
41.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς προς καθορισμό οποιουδήποτε θέματος που κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Με Κανονισμούς ορίζονται τα τέλη τα οφειλόμενα επί αιτήσεων-
(α) προς χορήγηση αρνητικών πιστοποιήσεων της Επιτροπής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16.
(β) Προς χορήγηση ατομικής εξαίρεσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18.
(γ) Προς έκδοση κεκυρωμένου αποσπάσματος, των κατά τα άρθρα 30 και 31 τηρούμενων Μητρώων.
(3) Οι δυνάμει του άρθρου αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί δύνανται να προβλέπουν ποινικά αδικήματα τιμωρούμενα με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδων λιρών.
(4) Οι κατά το άρθρο αυτό εκδιδόμενοι Κανονισμοί κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει εξουσία προς έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη τους σε προθεσμία εξήντα ημερών από της κατάθεσης. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων εγκρίνει τους Κανονισμούς με ή χωρίς τροποποίηση, ή η προθεσμία των εξήντα ημερών περάσει άπρακτη, οι Κανονισμοί τίθενται σε ισχύ από την ημέρα της δημοσίευσης τους.
- 207/1989
- 155(I)/2000