32. Αυτός που εξακολουθεί να εφαρμόζει σύμπραξη απαγορευμένη κατά την έννοια του άρθρου 4 ή να καταχράται τη δεσπόζουσα του θέση κατά την έννοια του άρθρου 6, κατά παράβαση απόφασης της Επιτροπής που διατάσσει τερματισμό της σύμπραξης ή της κατάχρησης, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές.
33. Όποιος εν γνώσει και προς το σκοπό παραπλάνησης της Επιτροπής παρέχει προς αυτή ψευδείς ή ανακριβείς ή ελλειπείς πληροφορίες ή αποκρύπτει τις αληθείς, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές.
34. Όποιος εκ προθέσεως και προς το σκοπό προσπορισμού αθέμιτου οφέλους, παραβιάζει την κατά το άρθρο 26 υποχρέωση προς εχεμύθεια διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές.