ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΣΥΣΤΑΣΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Σύσταση Επιτροπής..

8. Συνιστάται ανεξάρτητη Επιτροπή, καλούμενη “Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού” στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκουν η διερεύνηση παραβάσεων των άρθρων 4 και 6, η έκδοση αποφάσεων επί καταγγελιών και αιτήσεων και η παροχή γνωμών κατά τα οριζόμενα εις τον παρόντα Νόμο.

Σύνθεση Επιτροπής..

9.-(1) Η Επιτροπή είναι πενταμελής και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη, τα οποία διορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του Υπουργού.

(2) Πρόεδρος της Επιτροπής διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο νομικός εγνωσμένου κύρους και ήθους, ο οποίος υπηρετεί υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

(3) Μέλη της επιτροπής διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο πρόσωπα με ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά, τα οικονομικά, το εμπόριο ή τη βιομηχανία, ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου. Δύο τουλάχιστο των μελών διορίζονται ιδιώτες.

(4) Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο και τα μέλη να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

(5) Η θητεία του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής είναι πενταετής και δύναται να ανανεωθεί μόνο μια φορά σύμφωνα με τις περί διορισμού διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(6) Σε περίπτωση που ο Πρόεδρος κωλύεται προσωρινά από οποιαδήποτε αιτία, στην άσκηση των καθηκόντων του, διορίζεται αναπληρωτής Πρόεδρος με διορισμό ενός των μελών στη θέση αυτή. Ο εν λόγω διορισμός γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από πρόταση του Υπουργού και δε δύναται να υπερβαίνει την περίοδο των 6 μηνών:

Νοείται ότι ο διορισμός αυτός δεν επηρεάζει τη σύσταση της Επιτροπής και ότι ο αναπληρωτής Πρόεδρος δεν υπηρετεί κατ’ ανάγκη υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

(7) Επιτρέπεται ο διορισμός αναπληρωματικού μέλους, προς αναπλήρωση του τακτικού μέλους, σε περίπτωση που το τακτικό μέλος κωλύεται προσωρινά, από οποιαδήποτε αιτία, στην άσκηση των καθηκόντων του. Ο εν λόγω διορισμός γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις περί διορισμού διατάξεις του παρόντος άρθρου και δε δύναται να υπερβαίνει την περίοδο των 6 μηνών.

(8) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου ή μέλους της Επιτροπής χηρεύσει πριν από τη λήξη της θητείας της Επιτροπής, το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση του Υπουργού, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) προβαίνει στο διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του προέδρου ή μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, του οποίου η θέση έχει χηρεύσει, τηρουμένων των προνοιών των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου. Η θητεία Προέδρου ή μέλους της Επιτροπής που διορίζεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου, δύναται να ανανεωθεί δύο φορές νοουμένου ότι κατά τον πρώτο του διορισμό ο Πρόεδρος ή το μέλος καλείται να υπηρετήσει για περίοδο μικρότερη των δύο ετών και έξι μηνών.

(9) Στα μέλη της Επιτροπής χορηγείται μηνιαία ή κατά συνεδρία αποζημίωση καθοριζομένη με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Απολαβές Προέδρου

9Α. Η αντιμισθία του Προέδρου της Επιτροπής ορίζεται με νόμο και δεν μπορεί να μεταβληθεί δυσμενώς για τον Πρόεδρο μετά το διορισμό του.

Φύση υπηρεσίας Προέδρου..

9Β. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής υπόκειται στο ωράριο εργασίας για τους δημόσιους υπαλλήλους, που ορίζεται εκάστοτε από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Απαγόρευση ιδιωτικής απασχόλησης Προέδρου

9Γ. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία ή να ασχολείται σ’ επιχείρηση οποιασδήποτε φύσης ή να δέχεται με πληρωμή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση πέραν των καθηκόντων του, παρά μόνο με την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου.

Άδεια και άλλα ωφελήματα Προέδρου

9Δ. Στον Πρόεδρο της Επιτροπής μπορεί να χορηγείται άδεια απουσίας, αναρρωτική άδεια και άλλα ωφελήματα, όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Χηρεία θέσεως

10.-(1) Η θέση του Προέδρου ή μέλους της Επιτροπής χηρεύει-

(α) σε περίπτωση θανάτου

(β) σε περίπτωση παραίτησης που ενεργείται με έγγραφο απευθυνόμενο προς το Υπουργικό Συμβούλιο ή

(γ) σε περίπτωση κωλύματος στην άσκηση των καθηκόντων του για περίοδο άνω των 6 μηνών

(δ) σε περίπτωση έκπτωσης που κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο επόμενο εδάφιο.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο κηρύσσει έκπτωτο τον Πρόεδρο ή μέλος της Επιτροπής, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Αν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως ή αν εκδόθηκε κατ’ αυτού διάταγμα διορισμού συνδίκου ή αν ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του

(β) αν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση φρενοβλάβιας ή άνοιας

(γ) αν καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα

(δ) αν λόγω φυσικής αναπηρίας ή ασθένειας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα του

(ε) αν απόκτησε οικονομικό ή άλλο συμφέρον δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του και δεν υπέβαλε την παραίτηση του

(στ) αν καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον ή

(ζ) ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του και ιδιαίτερα ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τις συνεδρίες της Επιτροπής για τρεις συνεχείς φορές.

Εξουσίες Προέδρου..

11.-(1) Ο Πρόεδρος προϊσταται της Επιτροπής και της Υπηρεσίας της, συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρία κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο και υπογράφει τα πρακτικά και κάθε άλλο σημαντικό έγγραφο.

(2) Ο Πρόεδρος μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων και για την άσκηση των λοιπών κατά νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και εκπροσωπεί την Επιτροπή ενώπιον των δικαστικών ή άλλων αρχών.

Σύγκληση συνεδρίας

12.-(1) Ο Πρόεδρος συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρία οπότε κρίνει τούτο αναγκαίο, οφείλει όμως να συγκαλέσει συνεδρία το ενωρίτερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση σε προθεσμία ενός μηνός, αν το ζητήσουν γραπτώς δύο τουλάχιστο μέλη της Επιτροπής που καθορίζουν συγχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.

(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή, και απευθύνεται προς όλα τα μέλη της Επιτροπής επτά τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία( κατ’ εξαίρεση, σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, συνεδρία της Επιτροπής συγκαλείται με πρόσκληση που επιδίδεται στα μέλη είκοσι τέσσερις ώρες πριν από την ορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.

(3) Η ημερήσια διάταξη καταρτίζεται από τον Πρόεδρο και κοινοποιείται μαζί με την πρόσκληση σε συνεδρία. Κατ’ εξαίρεση, σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, μετ’ απόφαση της Επιτροπής μπορεί να εισαχθεί προς συζήτηση θέμα εκτός ημερήσιας διατάξεως, τόσο από τον Πρόεδρο όσο και από μέλος της Επιτροπής.

Απαρτία και λήψη αποφάσεων

13.-(1) Η Επιτροπή συνεδριάζει νομίμως αν στη συνεδρία παρίσταται ο Πρόεδρος και δύο από τα μέλη της Επιτροπής.

(2) Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας κατισχύει η ψήφος του Προέδρου.

Υποεπιτροπές

13Α.-(1) Η Επιτροπή μπορεί με απόφαση της να δημιουργεί υποεπιτροπές που να απαρτίζονται από τον Πρόεδρο και δύο μέλη της.

(2) Η Επιτροπή μπορεί να αναθέσει σε σχέση με συγκεκριμένες συμπράξεις ή καταγγελίες τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο Μέρος IV του παρόντος Νόμου σε υποεπιτροπή.

(3) Υποεπιτροπή συνεδριάζει νομίμως αν στη συνεδρία παρίσταται ο Πρόεδρος και το σύνολο των μελών της.

(4) Οι αποφάσεις των υποεπιτροπών λαμβάνονται κατά πλειοψηφία.

(5) Εκάστη υποεπιτροπή, σε σχέση με τη συγκεκριμένη σύμπραξη ή καταγγελία που της έχει ανατεθεί, ασκεί οποιαδήποτε εξουσία και υπέχει οποιαδήποτε υποχρέωση που δυνάμει του παρόντος Νόμου ανατίθεται στην Επιτροπή.

(6) Οι αποφάσεις των υποεπιτροπών θεωρούνται αποφάσεις της Επιτροπής.

Κανόνες που διέπουν την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία

14.-(1) Κατά την ενώπιον της Επιτροπής συζήτηση των κατά τον παρόντα Νόμο υποβαλλόμενων αιτήσεων για ατομική αρνητική πιστοποίηση ή ατομική εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 4 και των κατά τον παρόντα Νόμο υποβαλλόμενων καταγγελιών δύνανται να παρίστανται αυτοπροσώπως, μετά ή διά πληρεξούσιου δικηγόρου, αυτοί που υπέβαλαν την αίτηση ή την καταγγελία. Το αυτό ισχύει και προκειμένου περί των επιχειρήσεων κατά των οποίων κινήθηκε αυτεπαγγέλτως από την Επιτροπή ή ενώπιον της διαδικασίας για παραβάσεις των άρθρων 4 και 6 και περί τρίτων φυσικών ή νομικών προσώπων, που έχουν επαρκές έννομο συμφέρον στην υπό συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής υπόθεση.

(2) Εις όλους τους κατά τα ανωτέρω καλουμένους να παραστούν τάσσεται εύλογη υπό τις περιστάσεις, προθεσμία, που σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.

(3) Εις τους κατά τα ανωτέρω μετέχοντες της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας παρέχεται κάθε δυνατή ευκαιρία προς γραπτή ανάπτυξη της υπόθεσης τους και τάσσεται προς τούτο εύλογη προθεσμία που σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.

(4) Σε ότι αφορά την Επιτροπή ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες-

(α) δεν έχει υποχρέωση η Επιτροπή να κοινοποιήσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ολόκληρο το σχηματισθέντα από την Επιτροπή φάκελο επί της υπόθεσης( οφείλει όμως να κοινοποιήσει προς αυτή εκείνα τα έγγραφα του φακέλου πάνω στα οποία προτίθεται να στηρίξει την απόφαση της( ή, αν τα έγγραφα αυτά είναι ήδη προσιτά στην επιχείρηση, να της τα υποδείξει γραπτώς, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι έγκαιρα ενήμερη όλων των εγγράφων που θα χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία

(β) δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να στηρίξει απόφαση της πάνω σε έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε ή υποδείχθηκε στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α).

(γ) Η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί ολόκληρο το έγγραφο προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση και όχι απλό απόσπασμα.

(δ) Η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση κάθε άλλο έγγραφο που συντάσσεται από αυτή και υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα ενώπιον της έγγραφα.

(ε) Επιφυλασσομένων των οικείων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο εσωτερικός Κανονισμός που διέπει τις εργασίες της Επιτροπής καθορίζεται ελεύθερα από την ίδια την Επιτροπή.

Αποφάσεις της Επιτροπής

15.-(1) Οι αποφάσεις της Επιτροπής, πλήρως αιτιολογημένες, κοινοποιούνται προς κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση και δημοσιεύονται κατά τα οριζόμενα σε Διάταγμα που εκδίδεται από τον Υπουργό κατόπιν γνώμης της Επιτροπής και δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Οι αποφάσεις της Επιτροπής αποκτούν ισχύ από της κοινοποίησης τους. Πλημμελής κοινοποίηση δεν επηρεάζει το έγκυρο της απόφασης.

Υπηρεσία της Επιτροπής

15Α.-(1) Η Επιτροπή κατά την ενάσκηση του έργου της έχει δική της Υπηρεσία, το προσωπικό της οποίας αποτελείται από λειτουργούς, όπως καθορίζεται με νόμο.

(2) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας της Επιτροπής είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και διορίζονται όπως προβλέπεται στον εκάστοτε ισχύοντα περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. Ένας εκ των μελών του προσωπικού ενεργεί ως Γραμματέας.

Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2000, σε περίπτωση κατάργησης της Υπηρεσίας της Επιτροπής τα μέλη του προσωπικού της θα ενταχθούν σε κατάλληλο Υπουργείο, Τμήμα ή Υπηρεσία χωρίς οποιαδήποτε αλλαγή στους όρους υπηρεσίας τους, νοουμένου ότι τα καθήκοντα τα οποία θα εκτελούν δυνατό να διαφοροποιηθούν.

(3) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας της Επιτροπής μπορούν, σύμφωνα με τις οδηγίες του Προέδρου, να παρίστανται στις συνεδριάσεις της Επιτροπής και να ενημερώνουν ή/και να εκφράζουν άποψη προς την Επιτροπή αναφορικά με θέματα που τους έχουν ανατεθεί.

(4) Ο Γραμματέας είναι υπεύθυνος για την Υπηρεσία της Επιτροπής και, σύμφωνα με οποιεσδήποτε οδηγίες που δυνατό να δοθούν σ’ αυτόν από τον Πρόεδρο, παρίσταται στις συνεδριάσεις της Επιτροπής και τηρεί πρακτικά.