ΜΕΡΟΣ IV ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Ατομική αρνητική πιστοποίηση

16.-(1) Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια προς χορήγηση ατομικών αρνητικών πιστοποιήσεων κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(2) Κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων η Επιτροπή πιστοποιεί, μέσα σε εύλογη προθεσμία από της υποβολής της οικείας αίτησης ότι, με βάση τα τεθέντα υπόψη της και γνωστά εις αυτή στοιχεία, δεν υφίσταται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 ή 6. Η αρνητική αυτή πιστοποίηση δύναται να αφορά και μέλλουσα να πραγματοποιηθεί σύμπραξη ή πράξη επιχειρήσεων, εμπίπτουσα στις ανωτέρω διατάξεις.

(3) Η αίτηση υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει όλες τις αναγκαίες για την κρίση της Επιτροπής πληροφορίες. Η αίτηση δύναται να υποβληθεί και από ένα μόνο των μερών, χωρίς τη συγκατάθεση των λοιπών. Στην περίπτωση αυτή αντίγραφο της αίτησης κοινοποιείται από την Επιτροπή και προς τα λοιπά μέρη.

(4) Η Επιτροπή δύναται οποτεδήποτε να ζητήσει από τον αιτούντα ή από τρίτους συμπληρωματικά στοιχεία.

(5) Η Επιτροπή δημοσιεύει σύνοψη της αίτησης και καλεί κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο να υποβάλει μέσα σε τακτή προθεσμία τις παρατηρήσεις του σε ότι αφορά την αίτηση.

(6) Κατά τη δημοσίευση η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων προς προστασία των επιχειρηματικών τους μυστικών.

(7) Η Επιτροπή δικαιούται κατά πάντα χρόνο να ανακαλέσει προηγούμενη απόφαση της εκδοθείσα κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), αν μεταγενέστερα τεθούν υπόψη της νέα στοιχεία, που δε δικαιολογούν την πιστοποίηση.

(8) Μέχρις ότου ανακληθή η απόφαση της Επιτροπής, οι συμπράξεις ή πράξεις επιχειρήσεων στις οποίες αφορά η κατά το εδάφιο (2) εκδοθείσα αρνητική πιστοποίηση, λογίζονται κατά νόμο ισχυρές και έγκυρες, εκτός αν αποδειχθεί πως η έκδοση της πιστοποίησης οφείλεται σε παραπλάνηση της Επιτροπής, με την παροχή ανακριβών πληροφοριών ή την απόκρυψη των αληθών. Στην περίπτωση αυτή, ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ή άλλη ευθύνη, η αρνητική πιστοποίηση με απόφαση της Επιτροπής κηρύσσεται ανυπόστατη.

(9) Εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σε αίτηση προς χορήγηση ατομικής αρνητικής πιστοποίησης τιμωρείται με απόφαση της Επιτροπής με πρόστιμο από εκατόν μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

Αρνητική πιστοποίηση κατά κατηγορία

17. Με γνωστοποίηση της που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας η Επιτροπή δύναται να καθορίσει κατηγορία ή κατηγορίες συμπράξεων που υπό τις καθορισμένες στη γνωστοποίηση προϋποθέσεις θεωρούνται ως μη εμπίπτουσες στις διατάξεις του άρθρου 4(1) του παρόντος Νόμου και, είναι κατά πάντα έγκυρες και κατά νόμο ισχυρές.

Εξουσία της Επιτροπής προς χορήγηση ατομικών εξαιρέσεων

18.-(1) Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια προς χορήγηση ατομικών εξαιρέσεων από τις διατάξεις του άρθρου 4.

(2) Η εξαίρεση χορηγείται κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων, εφόσο προηγηθεί η ενέργεια γνωστοποιήσεως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου.

(3) H αίτηση υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει όλες τις αναγκαίες για την κρίση της Επιτροπής πληροφορίες.

(4) Οι διατάξεις του άρθρου 16 που αφορούν στις διαδικασίες και το χειρισμό αιτήσεων για χορήγηση ατομικής αρνητικής πιστοποίησης ισχύουν και προκειμένου περί αιτήσεων για χορήγηση ατομικής εξαίρεσης.

(5) Κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας, η Επιτροπή, λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις και επιτρέπει τη σύμπραξη εφόσο συντρέχουν όλες οι εις το εδάφιο (1) του άρθρου 5 καθορισμένες προϋποθέσεις.

(6) Στη σχετική απόφαση της η Επιτροπή-

(α) καθορίζει το χρόνο έναρξης της εξαίρεσης, που δε δύναται να είναι προγενέστερος της κατά το άρθρο 21 γνωστοποίησης

(β) καθορίζει τη διάρκεια της ισχύος της εξαίρεσης, που δε δύναται να υπερβαίνει τα πέντε έτη και

(γ) δυνατόν να θέτει όρους στη χορήγηση της εξαίρεσης, συναφείς προς τους καθορισμένους στο εδάφιο (1) του άρθρου 5 σκοπούς.

(7) Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να ανανεωθεί αν εξακολουθούν να  συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αρχικά εκδόθηκε η απόφαση. Η ανανέωση χορηγείται κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων που υποβάλλεται στην Επιτροπή δύο τουλάχιστο μήνες πριν από τη λήξη της εξαίρεσης. Η Επιτροπή δύναται να ανανεώσει την εξαίρεση υπό τους αυτούς ή νέους όρους.

(8) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει απόφαση της προς χορήγηση εξαίρεσης-

(α) αν μεταβλήθηκε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση της

(β) αν δεν τηρήθηκαν οι όροι από τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση

(γ) αν η απόφαση οφείλεται σε παραπλάνηση της Επιτροπής, με την παροχή ανακριβών πληροφοριών ή την απόκρυψη των αληθών

(δ) σε περίπτωση κατάχρησης της εξαίρεσης από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

(9) Στις περιπτώσεις (β), (γ) και (δ) του προηγούμενου εδαφίου η Επιτροπή δύναται να προσδώσει στην περί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως απόφαση της αναδρομική ισχύ, ανατρέχουσα στο χρόνο κατά τον οποίο διαπιστώθηκε παραβίαση του όρου υπό τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση, στο χρόνο κατά τον οποίο εκδόθηκε η κατά παραπλάνηση της Επιτροπής απόφαση ή διαπιστώθηκε η κατάχρηση, ανάλογα με την περίπτωση.

Γνωστοποίηση παλαιών συμπράξεων

19.-(1) Παλαιά είναι η σύμπραξη που πραγματοποιήθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(2) Όλες οι παλαιές συμπράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4, εφόσο επιζητείται ατομική εξαίρεση τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, επιβάλλεται να γνωστοποιηθούν στην Επιτροπή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(3) Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 χορηγεί εξαίρεση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18, με αναδρομική ισχύ από της πραγματοποιήσεως της σύμπραξης( σε ενάντια περίπτωση διατάσσει ή συνιστά στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ένωση επιχειρήσεων όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσουν τη σύμπραξη ή τροποποιήσουν αυτή κατά τρόπο ώστε να μην εμπίπτει πλέον στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4.

(4) Οι παλαιές συμπράξεις δεόντως και έγκαιρα γνωστοποιούμενες λογίζονται προσωρινά έγκυρες και κατά νόμο ισχυρές, μέχρις ότου εκδοθεί η οικεία απόφαση της Επιτροπής.

(5) Δεν επιτρέπεται η επιβολή προστίμου για παλαιά σύμπραξη που γνωστοποιήθηκε έγκαιρα κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) για τον προ της αποφάσεως της Επιτροπής χρόνο.

Γνωστοποίηση νέων συμπράξεων

20.-(1) Νέα είναι η σύμπραξη που πραγματοποιείται μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(2) Όλες οι νέες συμπράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4, εφόσο επιζητείται ατομική εξαίρεση τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, επιβάλλεται να γνωστοποιηθούν στην Επιτροπή κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο.

(3) Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 χορηγεί εξαίρεση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 με αναδρομική ισχύ από της ημερομηνίας της γνωστοποίησης, η δε σύμπραξη καθίσταται κατά πάντα έγκυρη και κατά νόμο ισχυρή για τον καθορισμένο στην απόφαση της Επιτροπής χρόνο.

(4) Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 και αρνηθεί τη χορήγηση εξαίρεσης, η σύμπραξη είναι άκυρη εξ υπαρχής( η κατά το εδάφιο (4) του προηγούμενου άρθρου προσωρινή εγκυρότητα των δεόντως και εγκαίρως γνωστοποιουμένων παλαιών συμπράξεων δεν ισχύει προκειμένου περί των κατά το άρθρο αυτό γνωστοποιούμενων νέων συμπράξεων.

(5) Δεν επιτρέπεται η επιβολή προστίμου για σύμπραξη που γνωστοποιήθηκε κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) για το μετά τη γνωστοποίηση και μέχρι της εκδόσεως της οικείας απόφασης της Επιτροπής χρόνο.

Τύπος και περιεχόμενο γνωστοποίησης

21.-(1) Η γνωστοποίηση συμπράξεων, παλαιών και νέων, ενεργείται κατά τον αυτό, όπως και η αίτηση για ατομική εξαίρεση, τύπο.

(2) Το έντυπο της γνωστοποίησης υποβάλλεται στην Επιτροπή. Η γνωστοποίηση τελειούται από της ημερομηνίας λήψεως του εντύπου από την Επιτροπή ή από της ημερομηνίας που ταχυδρομήθηκε με συστημένη επιστολή.

(3) Η γνωστοποίηση δύναται να ενεργηθεί είτε από όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, είτε από μία από αυτές ενεργούσα είτε αφ’ εαυτής είτε και για τις λοιπές, είτε από τρίτα δεόντως εξουσιοδοτημένα πρόσωπα. Σε περίπτωση που η γνωστοποίηση δεν ενεργείται από όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, η γνωστοποίηση κοινοποιείται και προς τις λοιπές.

(4) Στην Επιτροπή επιβάλλεται να γνωστοποιηθεί και κάθε ουσιώδης μεταβολή στη σύμπραξη, επιγενόμενη της γνωστοποίησης.

(5) Η γνωστοποίηση οφείλει να είναι πλήρης και επακριβής και να περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εξέταση από την Επιτροπή της συγκεκριμένης περίπτωσης.

(6) Εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σε γνωστοποίηση ενεργούμενη κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού επάγεται ακυρότητα της γνωστοποίησης, υπόκειται δε, με απόφαση της Επιτροπής, στην καταβολή προστίμου από εκατόν μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

Εξουσίες της Επιτροπής επί διαπιστώσεως παραβάσεων των άρθρων 4 και 6

22.-(1) Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια προς διερεύνηση παραβάσεων των άρθρων 4 και 6.

(2) Η Επιτροπή επιλαμβάνεται παραβάσεων των άρθρων 4 και 6 είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά καταγγελία που εισάγεται προς αυτή από την Υπηρεσία ή από τρίτους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του παρόντος Νόμου.

(3) Αν η Επιτροπή διαπιστώσει κατά την ενώπιον της διαδικασία παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 και 6 του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία-

(α) να διατάξει ή να συστήσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψη στο μέλλον ή, σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής, να καταδικάσει με αναγνωριστική απόφαση της την παράβαση

(β) να ορίσει ότι, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, θα οφείλεται πρόστιμο μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης

(γ) να επιβάλει πρόστιμο ανερχόμενο, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, μέχρι το δέκα τοις εκατόν των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων, κατά το έτος μέσα στο οποίο συντελέστηκε η παράβαση ή κατά το αμέσως προηγούμενο της παράβασης έτος

(δ) να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο.

Προσωρινά μέτρα

23.-(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία να διατάσσει τη λήψη προσωρινών μέτρων και να θέτει τους κατά την κρίση της αναγκαίους κατά περίπτωση όρους. Τα μέτρα αυτά, θετικά ή απαγορευτικά, οφείλουν να είναι προσωρινής και συντηρητικής φύσεως και να μην υπερβαίνουν σε έκταση τα υπό τις περιστάσεις απολύτως αναγκαία.

(2) Η Επιτροπή ενεργεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων, εφόσο συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις.

(α) Στοιχειοθετείται ευλόγως ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης του άρθρου 4 ή 6

(β) η περίπτωση είναι επείγουσα και

(γ) υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης για τα συμφέροντα αυτού που υποβάλλει την αίτηση ή για το δημόσιο συμφέρον.

(3) Η αίτηση για προσωρινά μέτρα γίνεται δεκτή μόνο εφόσο συνοδεύεται από καταγγελία ενεργηθείσα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 ή έπεται της καταγγελίας ή εφόσο υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας για παράβαση του άρθρου 4 ή 6. Στην αίτηση καθορίζονται τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα, αυτός δε που υπέβαλε την αίτηση μπορεί να κληθεί στην καταβολή εγγύησης για ζημιές που τυχόν θα προκληθούν στην επιχείρηση κατά της οποίας διατάσσονται τα προσωρινά μέτρα, σε περίπτωση που δε θα διαπιστωθεί οποιαδήποτε παράβαση.